Το γεγονός ότι ο «ξένος παράγων» ενδιαφέρεται αυτή την περίοδο, και ειδικότερα σε τούτη τη φάση του ελληνικού οικονομικού δράματος, να κυλήσει χωρίς εκλογές στην Ελλάδα το 2018 δεν είναι καθόλου περίεργο. Οι ξένοι δανειστές, όπως και οι ΗΠΑ για τους δικούς τους, «στρατηγικούς» λόγους, θέλουν να υπάρχει πολιτική «σταθερότητα» στη χώρα μας. Και αυτό σημαίνει ότι θέλουν να έχουν έναν «σταθερό» συνομιλητή σήμερα και αύριο, στην τέταρτη φάση, σε αυτήν, δηλαδή, που θα ακολουθήσει την τρίτη αξιολόγηση. Και τούτη την ώρα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα κάνει μια χαρά τη «δουλειά» και είναι απολύτως σαφές ότι οι ξένοι συνομιλητές του πρωθυπουργού έχουν κάθε λόγο να μη βλέπουν με καλό μάτι μια κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα προσεχώς. Έτσι εξηγείται και η προ ημερών αναιδής «παρέμβαση» του κ. Ντάισελμπλουμ στο θέμα του χρόνου διεξαγωγής εκλογών στη χώρα μας.

Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, λοιπόν, λένε σήμερα με διάφορους τρόπους, αλλά καθαρά προς κάθε κατεύθυνση στην πολιτική μας σκηνή, «αφήστε τον κ. Τσίπρα να τελειώσει τη δουλειά». Όμως, τα «μηνύματα» αυτά έχουν κάποια σχέση και με ένα εσωτερικό πολιτικό ζήτημα. Είναι αυτό που αφορά την κατάσταση των αστικών πολιτικών κομμάτων που βρίσκονται σήμερα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και ήταν επί σειρά δεκαετιών σταθεροί «γνώριμοι» συνομιλητές Ευρωπαίων και Αμερικανών.

Είναι φανερό ότι σήμερα, με την Ελλάδα σε πρωτοφανή οικονομική κρίση, ο «ξένος παράγων» υπολογίζει τα εσωτερικά πολιτικά πράγματα στη βάση ενός νέου δεδομένου: Ο αστικός πολιτικός χώρος έχει χάσει πολλές δυνάμεις, δεν διαθέτει πλέον συνοχή και δυναμισμό, τόσο στην κεντροαριστερή πτέρυγα του όσο και στη συντηρητική κεντροδεξιά. Ειδικότερα, στα πολιτικά και τα διπλωματικά παρασκήνια της Ε.Ε. προβληματίζει το γεγονός ότι η αρνητική γνώμη μιας κοινωνικής πλειοψηφίας για τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δίνει, μεν, ένα καθαρό δημοσκοπικό προβάδισμα στη συντηρητική Νέα Δημοκρατία, αλλά δεν συνδέεται και με ένα ισχυρό κοινωνικό «ρεύμα» προς αυτήν. Λείπει η πνοή που θα έφερνε η παραγωγή μιας νέας πολιτικής. Κοντά στη ΝΔ, ο άλλος αστικός πολιτικός χώρος, αυτός της λεγόμενης κεντροαριστεράς, ζει ακόμη την παρακμή του και δεν παράγει πολιτική, πνιγμένος σε μια ασφυκτική εσωστρέφεια, που δημιουργεί και τραγελαφικές καταστάσεις.

Στη βάση αυτής της πραγματικότητας τοποθετούνται αναλόγως και οι ξένοι δανειστές, που εκτιμούν ότι, με τα σημερινά δεδομένα, δεν διαφαίνεται καθαρά στον ορίζοντα η προοπτική μιας αυτοδύναμης ή ισχυρής διακομματικής κυβέρνησης συνεργασίας από τον αστικό πολιτικό χώρο. Έτσι, στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, ως μόνη σήμερα «σταθερά» προσφέρεται η περίπτωση του πειθήνιου, «εξημερωμένου» αριστερού κ. Τσίπρα. Την ίδια ώρα, η Ουάσιγκτον δεν έχει, βεβαίως, κανέναν λόγο να μη συνεννοείται άνετα με τον «καλό σύμμαχο» Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, ευγνώμων, δέχεται κύματα συμπάθειας από τις ΗΠΑ εδώ και δύο χρόνια.

Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα βαδίζει, τέλος πάντων, τον δρόμο της όπως αυτή νομίζει και με στόχο να καλύψει σταδιακά με τούμπες και μανούβρες έναν ευρύ κοινωνικό χώρο απέναντι στη «δεξιά».

Το μεγάλο πρόβλημα ανασυγκρότησης το έχει ο αστικός πολιτικός χώρος και πρώτη η Νέα Δημοκρατία, που διατηρεί μεν ακόμη σημαντικές δυνάμεις στην κοινωνία, αλλά δεν διαθέτει νέες πολιτικές προτάσεις, ούτε δίνει στο κοινό την αίσθηση μιας καλά συγκροτημένης κομματικής μηχανής με καθαρό πολιτικό στίγμα. Φυσικό είναι, λοιπόν, να προτιμάται από Ευρωπαίους και Αμερικανούς σήμερα το «σταθερό σημείο Τσίπρα». Για όσο χρόνο, τουλάχιστον, θα τους είναι αυτό «απαραίτητο». Το τελευταίο που θα ήθελαν να (τους) συμβεί θα ήταν μια ελληνική «ακυβερνησία» προτού ολοκληρωθεί η «δουλειά». Απλά είναι τα πράγματα.