Τo 2013, o Χέλμουτ Σμιτ υποστήριξε ότι το «Μάαστριχτ» πρέπει να «διορθωθεί», ότι η Γερμανία πρέπει να σταματήσει να πιστεύει πως πρέπει να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη και ότι, αν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εγκαταλειφθεί οριστικά και η Ενωση των Ευρωπαίων αποτύχει, τότε τα κράτη της θα καταντήσουν «περιθωριακές φιγούρες στην παγκόσμια πολιτική». Ο τελευταίος των σπουδαίων Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών τόνισε ότι έτσι όπως πορευόταν η Ε.Ε. θα απουσίαζε τα ερχόμενα χρόνια από το «κοντσέρτο» των μεγάλων δυνάμεων στον κόσμο, όπου θα κυριαρχούσε η δυαρχία Ουάσινγκτον Πεκίνου. Ο Χέλμουτ Σμιτ ανέφερε ακόμη, δίνοντας έμφαση στο δημογραφικό ζήτημα, ότι στα μέσα του 21ου αιώνα κάθε επιμέρους ευρωπαϊκό έθνος θα εκπροσωπεί ένα κλάσμα μιας εκατοστιαίας μονάδας του παγκόσμιου πληθυσμού. Μόνο μια ενιαία Ευρώπη θα της έδινε ισχύ στον πλανήτη. Ο ευφυής Γερμανός πολιτικός έχει ήδη δικαιωθεί κατά μέγα μέρος στις προβλέψεις του.

Η ευρωπαϊκή «ενοποίηση» έχει τελματώσει, η εσωτερική συνοχή της Ε.Ε. έχει τρωθεί, η Ευρώπη δεν έχει αυτή την ώρα κανέναν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μεγάλων, διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων, που αφορούν έως και τη Γηραιά Ηπειρο. Επιπλέον, ως ενιαία ευρωπαϊκή οντότητα, η Ε.Ε. δεν διαθέτει μια συγκεκριμένη παραγωγική θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αυτή η κατάσταση μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης που, αν δεν αλλάξει, κινδυνεύει με μαρασμό και σύνθλιψή της στις μυλόπετρες των Μεγάλων του 21ου αιώνα επηρεάζει ευθέως τις εξωτερικές υποθέσεις και την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Διότι η έλλειψη ενιαίας στρατηγικής της Ε.Ε. αφήνει κενά, που συμπληρώνουν, δίπλα στις ΗΠΑ, οι επιμέρους σχεδιασμοί και φιλοδοξίες κρατών-μελών της Ενωσης και στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο και με την Τουρκία πάντοτε ζωηρά ενδιαφερόμενη για «επιρροές» στα ίδια μέρη.

Η Γερμανία «ορέγεται» τα Δυτικά Βαλκάνια και φιλοδοξεί να παίξει αυτοτελώς «ρόλους» ακόμη και ως στρατιωτική δύναμη εκτός ευρωπαϊκών εδαφών, η Γαλλία ασκεί τις δικές της «παρεμβατικές» πολιτικές (άστοχες, συνήθως) στη Β. Αφρική και την Εγγύς Ανατολή, η Βρετανία κινείται εκτός Ε.Ε. πλέον, στις αμερικανικές «γραμμές», και το Βερολίνο τα έχει «παίξει» με τη συμπεριφορά της Αγκυρας. Και παρά το ότι κοινή εξωτερική πολιτική δεν υφίσταται στην Ε.Ε., το Παρίσι και το Βερολίνο δηλώνουν πως θέλουν να εργασθούν για τη δημιουργία ενός εκτός ΝΑΤΟ ευρωπαϊκού στρατού για επιχειρησιακές δράσεις και έξω από την Ευρώπη. Σε αυτό το σκηνικό ευρωπαϊκής στρατηγικής πολυμέρειας, η Αθήνα ακούει και την Ουάσινγκτον να μιλά για την ανάγκη ευρωατλαντικής «ενσωμάτωσης» των Δ. Βαλκανίων, με την Ε.Ε. να υιοθετεί αυτή τη θέση, πλην σαφώς ψευδόμενη όταν αναφέρεται σε προθέσεις της για διεύρυνσή της με ΠΓΔΜ και Αλβανία. Αυτή την ώρα, λοιπόν, δεν είναι περίεργο που η Αθήνα υπολογίζει πρώτιστα στη «σταθερά» που εκπροσωπούν στην περιοχή μας οι ΗΠΑ. Αλλά, με δεδομένα τα μεγέθη των ελληνικών εξωτερικών υποθέσεων από τα Βαλκάνια έως την Αν. Μεσόγειο, η Αθήνα πρέπει να σχεδιάσει μια νέα στρατηγική. Σε αυτή θα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η στρατηγική σύγχυση στην Ε.Ε., η οποία όχι μόνο την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί, αλλά και μπορεί να προκαλέσει νέα προβλήματα στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας.