Tο Γενικό Επιτελείο και οι αρχηγοί των τριών Όπλων είναι αυτοί που γνωρίζουν πολύ καλά τι χρειάζονται και τι όχι οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας. Και είναι βεβαίως οι μόνοι αρμόδιοι να εισηγούνται αξιόπιστα στην πολιτική ηγεσία αγορές συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων για την ενίσχυση της άμυνας της χώρας. Οι κυβερνήσεις παίρνουν αποφάσεις στη βάση των σχετικών εισηγήσεων, κρίνοντας φυσικά και τις δυνατότητες που υπάρχουν για την ανάληψη των βαρών που συνεπάγονται για την εθνική οικονομία οι τελικές επιλογές. Περιμένει δε κανείς, λογικά, ότι σ' αυτόν τον ευαίσθητο τομέα οι κυβερνήσεις ενημερώνουν εγκαίρως με λεπτομέρειες την αντιπολίτευση και τη Βουλή για τις εν λόγω αγορές, με διαδικασίες που εγγυώνται και το απόρρητο των συζητήσεών τους, εκεί όπου αυτό χρειάζεται.

Διότι εννοείται ότι τα ζητήματα που αφορούν την άμυνα της χώρας δεν είναι δυνατόν να προσφέρονται για «πολιτικό καφενείο» και δημόσιους διακομματικούς καυγάδες και «χορούς» δημοσιευμάτων στον Τύπο. Δυστυχώς, στην υπόθεση του εκσυγχρονισμού των F-16 δεν συνέβη αυτό. Άλλα συνέβησαν. Η κυβέρνηση συζήτησε το σοβαρό αυτό θέμα κατευθείαν με την αμερικανική πλευρά, όπως και για το τίμημα της σχετικής συμφωνίας, στην οποία πρώτος αναφέρθηκε ο πρόεδρος Τραμπ στη διάρκεια της επίσκεψης του κ. Τσίπρα στην Ουάσινγκτον. Καμία ενημέρωση της αντιπολίτευσης δεν είχε προηγηθεί (ούτε καν εσωτερική ενημέρωση υπουργών και κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ). Και το αποτέλεσμα ήταν η παραγωγή ενός ακόμη «δράματος» στην πολιτική σκηνή της Αθήνας, όπου αμφισβητήθηκαν η διαύγεια και το τίμημα της εν λόγω συμφωνίας, το εύρος της και ο χρόνος εκτέλεσής της. Αμφισβητήθηκε ακόμη και το αν η Πολεμική Αεροπορία της Ελλάδας έχει απαραίτητη ανάγκη τον τεχνολογικό εμπλουτισμό των F-16, στην προοπτική της αγοράς υπερσύγχρονων (και πανάκριβων) F-35 από την Τουρκία. Χάλια αδιόρθωτα.

Σε μία τόσο δύσκολη περίοδο για τη χώρα μας, με την άθλια οικονομική κατάστασή της να προκαλεί δυσκολίες και στην υπόθεση της ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων και με την Τουρκία να δυναμώνει τις πιέσεις της στο Αιγαίο, οι πολίτες υποχρεώθηκαν να παρακολουθήσουν έναν «καυγά» των πρωταγωνιστών της ελληνικής πολιτικής για το θέμα των F-16. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα διασκέδασαν πολύ με αυτήν την κατάσταση ο κ. Ταγίπ Ερντογάν και οι επιτελείς των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας. Μόνο η Πολεμική Αεροπορία και οι σπουδαίοι πιλότοι μας των F-16 δεν θα χαμογέλασαν. Όμως, τυχαία δεν ήταν όλα αυτά. Είναι παράγωγα μίας πραγματικότητας. Και αυτή συνίσταται στο ότι οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας δεν μπόρεσαν ποτέ, τις τελευταίες δεκαετίες, να σχεδιάσουν τις βάσεις μιας εθνικής στρατηγικής για τις υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.

Έτσι, το τι ακριβώς έχει ανάγκη η άμυνα της χώρας, στη βάση ποιων στόχων και σε ποιο βάθος χρόνου, αποφασίζεται κατά καιρούς από τη μία ή την άλλη κυβέρνηση στη λογική «βλέποντας και κάνοντας», ανάλογα με κάποιες συγκυρίες και συχνά με «αντίπαλο» την αντιπολίτευση. Αυτό το καίριας σημασίας έλλειμμα δεν προκάλεσε κατά καιρούς μόνο προβλήματα στην ποιότητα και την καταλληλότητα του στρατιωτικού υλικού. Συνέδεσε τις αγορές οπλικών συστημάτων και με θλιβερές ιστορίες σκανδάλων, που διαμορφώθηκαν σε σκοτεινά παρασκήνια, σκόρπισαν «μίζες» και εξευτέλισαν ή έστειλαν στις φυλακές πολιτικά πρόσωπα μιας ελεεινής ηθικής υποστάθμης, στα οποία η Ελλάδα είχε εμπιστευθεί την άμυνά της. Διόλου περίεργο, λοιπόν, που η υπόθεση του εκσυγχρονισμού των F-16 «μουντζουρώθηκε» ανοήτως μόλις στο ξεκίνημά της, έτσι άσχημα όπως τη χειρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση και έτσι όπως έσπευσε να αντιδράσει επιθετικά προς αυτήν μία καχύποπτη αντιπολίτευση.