Η βασική μεταπολεμική επιλογή για ανάπτυξη με μοχλό τη οικοδομή ενίσχυσε το φαινόμενο της αλόγιστης και της αυθαίρετης δόμησης και «υποχρέωσε το κράτος σε διαρκείς υποχωρήσεις μπροστά στις αυθαιρεσίες και τις παρανομίες που το συνόδευσαν. Με τα χρόνια η Αθήνα μεταβλήθηκε σε ένα πνιγηρό οικιστικό τσιμεντοδάσος και η περιφέρειά της αφέθηκε στο έλεος τοπικών μικροσυμφερόντων και συναλλαγών μεταξύ κομματικών «πελατειών» και κρατικών υπηρεσιών. Ενα από τα μεγάλα «έργα» αυτής της πολιτικής ήταν και το κλείσιμο (μπάζωμα) όλων των φυσικών αρτηριών που εξασφάλιζαν τη ροή των υδάτων από τα βουνά της Αττικής προς τη θάλασσα. Με υπερηφάνεια, οι ελληνικές κυβερνήσεις εξαφάνισαν τα «ρέματα» του Ιλισού, του Κηφισού, του Ηριδανού και όλα τα μικρότερα ρέματα σε αθηναϊκές συνοικίες, σχεδιάζοντας στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 τη «μοντέρνα» Αθήνα. Και, ομοίως, στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, όπου η άναρχη δόμηση γνώριζε θριάμβους, κυβερνήσεις, τοπική αυτοδιοίκηση και «αρμόδιες» κρατικές υπηρεσίες επέτρεψαν το κλείσιμο όλων των «άχρηστων» και «ενοχλητικών» ρεμάτων που διοχέτευαν νερά από το Ορος Πατέρα, την Πάρνηθα, την Πεντέλη και τον Υμηττό προς τις παραλίες της Αττικής. Εργο συνολικής αντιπλημμυρικής προστασίας της μείζονος περιοχής πρωτευούσης: ΜΗΔΕΝ. Κι ας καίγονταν κάθε τόσο τα βουνά γύρω από την Αθήνα, στέλνοντας όγκους νερού να κυλούν στις κατηφόρες πάνω σε δρόμους και σπίτια, κάθε που δυνάμωναν οι βροχές. Αλλά ούτε καν τα φρεάτια στους δρόμους της πόλης δεν ήταν σε θέση να κρατήσουν καθαρά οι κατά τόπους δήμαρχοι. Βουλωμένα κι αυτά.

Για δεκαετίες ολόκληρες, λοιπόν, από τα χρόνια του ’70, όποτε έπεφταν «ασυνήθιστα» δυνατές βροχές στην Αττική (από αυτές, δηλαδή, που είναι απολύτως... συνήθεις τον χειμώνα), πλημμύριζαν διάφορες περιοχές, σε Αθήνα και περιφέρεια, που γνώριζαν μεγάλες καταστροφές, ακριβώς όπως συνέβη προ ημερών στους οικισμούς του Θριάσιου Πεδίου.
Θλιβερό και εξοργιστικό το σκηνικό που συνόδευσε την τελευταία καταστροφή, η οποία οδήγησε στον τάφο δύο δεκάδες συμπολίτες μας. Πολιτικοί και κάθε κατηγορίας «αρμόδιοι» άνοιξαν πάλι το βιβλίο των οδηγιών για το ξεδίπλωμα της ρητορικής «ρουτίνας», που τους είναι απαραίτητη για να αντιμετωπίσουν το θυμωμένο πλήθος. Οι μπουρδολογίες, οι υποκρισίες και τα «κλισέ» στις πιο μεγάλες ημέρες τους. Για «σπάνιο και ακραίο καιρικό φαινόμενο» μίλησε εντυπωσιασμένος ο πρωθυπουργός, η σήμερα άμεσα υπεύθυνη για την απουσία των απαραίτητων έργων κυρία περιφερειάρχης ψάχνει για... ενόχους, δημοτικοί παράγοντες εμφανίζονται στις τηλεοπτικές κάμερες ως διανοητικά καθυστερημένα άτομα, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουν γιατί σκέπασε την πόλη τους η κόκκινη λάσπη. Και ένας υπουργός δήλωσε με τόλμη ότι... χρειάζεται ένα συνολικό έργο αντιπλημμυρικό (εδώ οφείλουμε να αναγνωρίσουμε έναν μεγάλο πολιτικό οραματιστή). Παράγοντες της αντιπολίτευσης παίζουν τον «τρελό», όπως η «κατάπληκτη» Φώφη Γεννηματά του ΠΑΣΟΚ, που, πολύ συγχυσμένη, δηλώνει πως «δεν μπορεί να είναι αυτή η εικόνα της Ελλάδας το 21ου αιώνα» (τα πεπραγμένα του κόμματός της τον 20ό αιώνα τα λησμόνησε η αθώα κυρία), ενώ ο έτερος της Κεντροαριστεράς, Ν. Ανδρουλάκης, μίλησε κι αυτός, θλιμμένα, ως αθώος τρίτος για «διαχρονικά προβλήματα και ανεπάρκειες του ελληνικού κράτους». Απ’ την πλευρά του, πάλι, ο αρχηγός της ΝΔ διαβεβαίωσε το ελληνικό κοινό πως «γνωρίζει πολύ καλά ότι στη Δυτική Αττική έχουν συντελεστεί διαχρονικά μία σειρά από εγκλήματα» (μεγάλη παρηγοριά αυτό για τα θύματα της κόκκινης λάσπης). Εννοείται ,βεβαίως, ότι δίκαιοι και άδικοι, έντιμοι και «λαμόγια», νόμιμοι και παράνομοι οικιστές, έθεσαν όλοι μαζί κι αυτοί, για ακόμα μία φορά, το αθάνατο ερώτημα: «Πού είναι το κράτος;».
Ορεβουάρ, λοιπόν, στην επόμενη πλημμύρα. Με την ευχή τουλάχιστον να μη θρηνήσουμε πάλι νεκρούς.