Γνωστό είναι, βεβαίως, ότι παγίως μια κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάζει στην κοινή γνώμη της χώρας της μια εικόνα πραγμάτων καλύτερη από την πραγματική. Καμία κυβέρνηση δεν εμφανίζεται ποτέ πρόθυμη να παραδεχτεί ότι διαχειρίζεται άσχημα, με λανθασμένο τρόπο, τα προβλήματα που έχει ενώπιόν της. Οι πολιτικοί ηγέτες προσπαθούν πάντοτε να «μπαλώνουν» λάθη και παραλήψεις.

Όπως είχε δηλώσει κάποτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, με το χαρακτηριστικά σκληρό χιούμορ του, «όταν έρχονται οι εκλογές, προσπαθούμε πάντα να εξηγήσουμε στον λαό για ποιον λόγο θα κάνουμε την επόμενη τετραετία αυτά που είχαμε υποσχεθεί και δεν κάναμε την προηγούμενη τετραετία».

Πριν από αυτόν, ο Ναπολέων είχε πει κάποτε πως «στην πολιτική δεν υποχωρείς, δεν ανακαλείς και ποτέ δεν παραδέχεσαι τα λάθη σου».

Όμως, όλα τα πράγματα έχουν τα όριά τους. Και το μαύρο δεν γίνεται άσπρο με το ζόρι, όσο επιδέξιος ή κυνικός μπορεί να είναι ένας πολιτικός ρήτορας. Προκαλεί απορίες μεγάλες, λοιπόν, η επιμονή της ελληνικής κυβέρνησης να εμφανίζει την οικονομία της χώρας στο τέλος της μακράς και επώδυνης «μνημονιακής» θεραπευτικής αγωγής στην οποία υποβλήθηκε από τους αυστηρούς ξένους δανειστές, έτοιμη να περάσει την πύλη της «καθαρής εξόδου» άνευ ιδιαίτερων αναγκών «επιτήρησης», γεμάτη αυτοπεποίθηση απέναντι στον κόσμο των αγορών.

Οι απορίες είναι μεγάλες, επειδή η κυβερνητική ρητορεία φαίνεται αποφασισμένη να μη λάβει υπόψη ότι η οικονομική κατάσταση μιας μεγάλης υπερφορολογημένης κοινωνική πλειοψηφίας παραμένει κάκιστη, ότι η κατανάλωση πέφτει, ότι η εσωτερική αγορά συρρικνώνεται, χωρίς καμία απολύτως προοπτική ανάκαμψής της στον ορίζοντα, ότι η ανεργία παραμένει υψηλή, ότι οι τράπεζες είναι διαρκώς στο «κόκκινο», ότι η παραγωγική βάση παραμένει ισχνή, ότι οι επενδύσεις είναι ακόμη αδύναμες.

Τον ερχόμενο Αύγουστο κλείνει τυπικά το τρίτο μνημόνιο. Και τώρα η κυβέρνηση ετοιμάζεται, λέει, για την «καθαρή έξοδο» (και μοιραίως για μεγάλους δανεισμούς), ήδη υποχρεωμένη έναντι των δανειστών για κύματα πλειστηριασμών και για περικοπές συντάξεων και αφορολογήτου το 2019. Έλληνες και ξένοι αναλυτές επισημαίνουν με στοιχεία και απλή οικονομική λογική ότι δεν υπάρχει καμία θετική προοπτική στην «καθαρή έξοδο» και ότι η «μη καθαρή» θα φέρει «αγορές» μεν, αλλά και προληπτική γραμμής στήριξης και συνεχή εποπτεία από τους ξένους δανειστές.

Είναι η αδύναμη ανάπτυξη (1,4%) που προκαλεί τα στοιχεία του αδιεξόδου. Για το 2019 υπόσχεται από τώρα αύξηση της φτώχειας, συνέχεια της ανεργίας και μετανάστευση πολιτών, κυρίως νέων και παραγωγικών ηλικιών. Κάτι άλλο θα έπρεπε, λοιπόν, να επεξεργάζεται σήμερα η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, αντί να προσπαθεί να παραπλανήσει την κοινωνία, αλλά και το ίδιο το κόμμα του, με τα ψεύτικα περί «αναπτύξεως» και «καθαρής εξόδου» λόγια του.

Και, βεβαίως, εντελώς διαφορετικά έπρεπε να αντιδρά προς εκείνους που αμφισβητούν τις κυβερνητικές εκτιμήσεις, αντί να βλέπει παντού γύρω της «εχθρούς» και «υπονομευτές» της.

Προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι ο πρωθυπουργός πιστεύει πως μπορεί να οδηγηθεί στις επόμενες εκλογές, κρύβοντας την αλήθεια με χονδροειδή «επικοινωνιακά» τεχνάσματα, ενώπιον μιας κοινωνίας που βιώνει άμεσα την πραγματικότητα, αλλά μπορεί, επιτέλους, και να διαβάζει όσα υποστηρίζουν, όχι οι αντίπαλοί του, αλλά ανεξάρτητοι και έγκυροι οικονομικοί αναλυτές, Έλληνες και ξένοι.

Αν, πάντως, ο πρωθυπουργός και οι επιτελείς του είναι πεπεισμένοι ότι τα πάσχοντα κοινωνικά ακροατήριά τους είναι μειωμένης αντιλήψεως, τους παραπέμπουμε στον Μαρκ Τουέιν, που υποστήριζε: «Ο λόγος που οι βουλευτές όλου του κόσμου είναι γενναιόδωροι και συμπονετικοί απέναντι στα άτομα με μειωμένη αντίληψη είναι ότι υποσυνείδητα συναισθάνονται πως στην ίδια κατηγορία υπάγονται και οι ίδιοι».