Η τέχνη του Ιανού και ο τεχνοκράτης
Ο κ. Τσίπρας σταδιοδρομεί με δύο προσωπικότητες, ως «δόκτωρ Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ», ενσαρκώνοντας με δικό του τρόπο τον μύθο του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον.
Η οικονομική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα από το 2010 έως σήμερα και οι βαριές κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης έχουν οδηγήσει σε μια άλλη διάσταση τις σχέσεις κοινωνίας - πολιτικών κομμάτων. Οι σχέσεις αυτές ορίζονται από μια αδιαμφισβήτητη πλέον πραγματικότητα: η Ελλάδα, με διαλυμένο παραγωγικό ιστό, είναι φορτωμένη με τρία «μνημόνια» και καταδικασμένη να ζήσει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, υπό την αυστηρή κηδεμονία των ξένων δανειστών τα επόμενα (πολλά ίσως) χρόνια.
Αυτό σημαίνει ότι στην πράξη οι ελληνικές κυβερνήσεις θα είναι υποχρεωμένες από τον Αύγουστο 2018 και πέρα να κινούνται με συνεπές «μνημονιακό» πνεύμα, άρα και χωρίς δυνατότητες να συνδυάσουν επιτυχώς τις επιβαλλόμενες «μεταρρυθμίσεις» με «παράλληλες» κοινωνικές πολιτικές.
Κάθε Έλληνας πολίτης το γνωρίζει πλέον αυτό. Γνωρίζει, όμως, και κάτι άλλο: ότι το παρόν εθνικό δράμα έχει πίσω του μια σειρά εντυπωσιακών αποτυχιών των πολυσυλλεκτικών αστικών κομμάτων της 35ετίας 19802015 και τις ακριβά πληρωμένες πολιτικές ακροβασίες μιας αριστεράς που σε τρία και κάτι χρόνια έφερε τα πράγματα πίσω στο αγωνιώδες 2014.
Έτσι, σήμερα, στη βαριά τραυματισμένη από την κρίση κοινωνία της χώρας δεν υπάρχουν πλέον ψηφοφόροι ερωτευμένοι με πολιτικά κόμματα εξουσίας. Υπάρχουν μόνο πολίτες βαθιά απογοητευμένοι τόσο από τις επιδόσεις της πολιτικής ηγεσίας όσο και από τις δημόσιες συμπεριφορές και την αβάστακτη ελαφρότητα μιας σειράς πολιτικών προσώπων «πρώτης γραμμής», τα οποία καθημερινά επιβεβαιώνουν την παρακμή και τα αδιέξοδα μιας ολόκληρης πολιτικής τάξης. Και η μεν κυβερνητική παράταξη προσπαθεί με διάφορους τρόπους να αντέξει το δικό της δράμα, που συνίσταται στη διπλοπροσωπία του αρχηγού της.
Ο κ. Τσίπρας σταδιοδρομεί με δύο προσωπικότητες, ως «δόκτωρ Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ», ενσαρκώνοντας με δικό του τρόπο τον μύθο του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Ο πιστός υπηρέτης ενός εξοντωτικού νεοφιλελεύθερου οικονομικού «προγράμματος» χαμογελάει αγκαλιά με τους ξένους δανειστές και άλλες ώρες μπαίνει στον ρόλο του ευαίσθητου αριστερού πολιτικού, σκορπίζοντας στο κουρασμένο πόπολο ελπίδες για μια καλύτερη ζωή στο μέλλον.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ψυχρός πραγματιστής κ. Τσίπρας επιδίδεται στην τέχνη της διπλοπροσωπίας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι στην προοπτική εκλογών δεν έχει άλλο να κάνει, παρά να περισώσει ζημίες. Άρα, η τεχνική της παραπλάνησης είναι απαραίτητη και απολύτως συμβατή με τον στόχο του. Φαίνεται να πιστεύει, άλλωστε, ότι το μετα-ΕΑΜικό πνεύμα του μπορεί τελικά να συγκινήσει τα πονεμένα «λαϊκά στρώματα».
Όμως, τι ρόλο έχει -ή νομίζει ότι έχει- αναλάβει η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας; Ο τρόπος με τον οποίον κινείται ο πρόεδρος της ΝΔ δείχνει ότι έχει επιλέξει την άσκηση μιας παραδοσιακής «επιθετικής» αντιπολίτευσης και την καλλιέργεια μιας εικόνας «ήρεμης δύναμης», ικανής να διαχειριστεί μετεκλογικά με ρεαλισμό και σύνεση τα προβλήματα που θα παραλάβει από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από αυτή την «τετράγωνη» τοποθέτηση, που στηρίζεται σε οικονομικά επιχειρήματα με τεχνοκρατική λογική, λείπουν ορισμένα στοιχεία, στα οποία δεν φαίνεται να υπολογίζει, για την ώρα τουλάχιστον, ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης: Λείπει η αναζήτηση μιας νέας σχέσης με τη «νέα» κοινωνία που έχει διαμορφωθεί από την 9χρονη κρίση και εκδηλώνει ποικιλοτρόπως την απιστία της προς την πολιτική τάξη της χώρας. Έτσι, λείπει από τη ρητορική του προέδρου της ΝΔ η πνοή που θα της προσέδιδε έναν κοινωνικό δυναμισμό ικανό να τον στηρίξει μετεκλογικά, στην περίπτωση νίκης με κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Η ρητορική που ασκεί η ηγεσία της ΝΔ στερείται σφρίγους και πολιτικού ρυθμού.
Και εμφανίζει τον κ. Μητσοτάκη επικεφαλής κόμματος που στερείται ισχυρού πολιτικού κεφαλαίου και διακατέχεται μόνο από ένα έντονο διαχειριστικό πνεύμα. Τα ελλείμματα αυτά αποτελούν, κατά την άποψη του γράφοντος, και την κύρια αιτία για την εσωτερική νευρικότητα που εκδηλώνεται στη ΝΔ αυτό τον καιρό και για το πόσο εύκολα, εξαιτίας μίας δήλωσης, ενός άρθρου, ενός ρεπορτάζ, εκδηλώνονται στο κόμμα «υπόγειες» αμφιβολίες για τη φυσιογνωμία του και για τις τακτικές της ηγεσίας στον αστικό πολιτικό χώρο.
Προκύπτει, έτσι, στη ΝΔ η ανάγκη για «διορθώσεις», όχι με πρωτοβάθμια «επικοινωνιακή» λογική, αλλά με ουσιαστική μελέτη και καλύτερη κατανόηση της ελληνικής κοινωνίας των τριών «μνημονίων».