Η Θράκη στον δρόμο του Ταγίπ Ερντογάν
Η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με προβλήματα τα οποία απαιτούν δύσκολες αποφάσεις
Η παρούσα κυβέρνηση, τηρώντας μια ζημιογόνο «παράδοση» δεκαετιών, κινήθηκε στα διεθνή διπλωματικά πεδία με πολιτικές «γραφείου υπουργού» από το 2015 έως σήμερα, με υποβαθμισμένη τη διπλωματική μηχανή και με πολιτική ηγεσία αποδυναμωμένη «από χέρι» στην εκκίνηση, λόγω του βαρύτατου οικονομικού φορτίου της υπερχρεωμένης χώρας μας. Ετσι, βρέθηκε περικυκλωμένη με δύσκολα προβλήματα και με τον Ερντογάν να της «γαβγίζει» απειλητικά. Η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με προβλήματα τα οποία απαιτούν σχέδια, περίτεχνους χειρισμούς και δύσκολες αποφάσεις.
Γύρω απ’ την κυβέρνηση διογκώνεται το πολιτικό υλικό διαχείρισης περίπλοκων βαλκανικών υποθέσεων και της εντεινόμενης επιθετικότητας της Τουρκίας στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο. Δίπλα σε αυτά, όμως, σε μια ξεχωριστή, «καυτή» πίστα, η κυβέρνηση έχει απέναντί της ένα σοβαρό ζήτημα με σκοτεινό τον ορίζοντα της εξέλιξής του: την επιχείρηση «τουρκοποίησης» της Θράκης σε Κομοτηνή και Ξάνθη, την οποίαν συστηματικά ενισχύει η Αγκυρα με ποικίλα μέσα. Σε κάθε ευκαιρία, όπως συνέβη και προ ημερών, η Αγκυρα προκλητικά «υπενθυμίζει» ότι η Δ. Θράκη είναι υπό τουρκική «επιρροή» και πολιτικό «έλεγχο».
Το πρόβλημα δεν είναι νέο, δεν επιτρέπεται να βρίσκει ανέτοιμη καμία ελληνική κυβέρνηση και είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που παρουσιάζεται (κατά καιρούς) από την τρέχουσα πολιτική «επικαιρότητα».
Η υπόθεση συνδέεται σήμερα
(α) με τον «κατακτητικό» εθνικισμό που προωθεί ο ισλαμιστής Ερντογάν απέναντι στην Ελλάδα και
(β) με το μείζονος σημασίας ζήτημα της εξάπλωσης του νεο-οθωμανικού Ισλάμ στα ευρωπαϊκά εδάφη μέσω των Βαλκανίων, που βρίσκονται στο μέσον της διαδρομής από τα παράλια της Εγγύς Ανατολής προς την Κεντρική Ευρώπη. Η Αγκυρα έχει συγκεκριμένο στόχο, που τον προβάλλει με τον πιο έντονο τρόπο σήμερα, προκαλώντας πλέον βαθιές ανησυχίες στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οι μουσουλμανικές κοινότητες των βαλκανικών χωρών, μικρές και μεγάλες, χρησιμοποιούνται από την Τουρκία, από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και από κύκλους του ριζοσπαστικού Ισλάμ, με στόχο να στρωθεί με στέρεο υλικό ένας «διάδρομος» προς την Ευρώπη, εκεί όπου δρα και η Ομοσπονδία Ισλαμικών Οργανώσεων (FIOE) με έδρα τις Βρυξέλλες από το 2007 και εκπροσώπους από 28 ευρωπαϊκές χώρες. Για τον στόχο της, η Αγκυρα χρησιμοποιεί κυβερνητικές υπηρεσίες, ιδρύματα και οργανώσεις που προωθούν τον «τουρκισμό» στα Βαλκάνια (ολοταχώς) και στη Γηραιά Ηπειρο.
Και σήμερα οι χρονίως διψασμένες για «αγορές» κυβερνήσεις της Κεντρικής Ευρώπης αντιλαμβάνονται, πολύ αργά βέβαια, πόσο βαρύ ήταν το λάθος τους να υιοθετήσουν αβασάνιστα τις «στρατηγικές» θεωρίες ανιστόρητων Αμερικανών αναλυτών για την ανάγκη ενίσχυσης ενός «μετριοπαθούς ισλαμισμού», των Φετουλάχ Γκιουλέν και Ταγίπ Ερντογάν, στη θέση των κοσμικών κεμαλιστών, που δεν κρίθηκαν ικανοί να «συνεννοηθούν» με τον αραβικό κόσμο. Βέβαια, η θεωρία τους τελικώς γελοιοποιήθηκε, αλλά το λάθος έβγαλε μαύρους καρπούς.
Η Αθήνα, που επίσης κατάπιε χωρίς δυσκολία (διόλου παράξενο, βέβαια) τη σχετική «ανάλυση» εγκεφάλων όπως της Rand Corporation (Γκράχαμ Φούλερ) και του Yale (Πολ Κένεντι), αντιμετωπίζει, λοιπόν, σήμερα ένα τεράστιο πρόβλημα στη Δ. Θράκη.
Το συντηρεί και το ενδυναμώνει μια Τουρκία με ηγέτη τον Ερντογάν, έναν δικτάτορα διψασμένο για νεοοθωμανικές κατακτήσεις ελληνικών θαλασσών και νησιωτικών εδαφών, έναν ισλαμιστή ποτισμένο με χιτλερικού τύπου απόψεις περί «ζωτικού χώρου» και με τις ιδέες του δασκάλου του (σήμερα εχθρού του) ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν για μεθοδική εξάπλωση του τουρκισμού προς δυσμάς.
Η Αθήνα παρακολουθεί εδώ και χρόνια χωρίς πολιτική το διαγραφόμενο εθνικό δράμα στη Θράκη, όπου οι άνθρωποι του Ερντογάν κινούνται ανεμπόδιστα. Οποια ώρα πάρουν εντολή απ’ τον «σουλτάνο», θα μπορούν να ανάψουν τη φωτιά των «εξελίξεων». Και η σημερινή κυβέρνηση; Αυτή, αμήχανη, ακούει φωνές «συνετών» Ελλήνων πανεπιστημιακών και πολιτικών, που συνιστούν «γενικώς» διμερή «ουσιαστικό» πολιτικό διάλογο με την Τουρκία «γενικώς», διότι επιμελώς αποφεύγουν να περάσουν στις δυσάρεστες «λεπτομέρειες».
Η αντιπολίτευση; Τις αποφεύγει κι αυτή.