Ο εξολοθρευτής της Αριστεράς
Συνειδητή επιλογή του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, η διάνοιξη της λεωφόρου του Διχασμού
Με ταχυδακτυλουργίες και με αξιοσημείωτη ταχύτητα, ο ηγέτης της ελληνικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς κατάφερε να την αφανίσει! Χωρίς να χρειαστεί να εξαφανίσει από τα μάτια του κόσμου την ταμπέλα της, πέτυχε να την οδηγήσει στο ιστορικό νεκροταφείο πολιτικών νοημάτων και σημάτων. «Ορθογραφικό και Ερμηνευτικό Λεξικό Δ. Δημητράκου».
Ριζοσπάστης: «Ο λίαν νεωτεριστής, ο πολιτικός ή κοινωνικός επαναστάτης». Αριστερός: «Ο πρεσβεύων αρχάς νεωτεριστικάς, αντικείμενες προς το κατά παράδοση συντηρητικόν πολιτειακόν ή κοινωνικόν καθεστώς». Από το 2015, οπότε εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου, πρωθυπουργός, ο κ. Αλέξης Τσίπρας, ούτε ως «λίαν νεωτεριστής», ούτε ως «πολιτικός ή κοινωνικός επαναστάτης» πολιτεύτηκε. Ολα αυτά είχαν ξοδευτεί στις προεκλογικές ρητορείες του, όταν δεν κόστιζαν απολύτως τίποτε, καθότι πολύ μακράν της εφαρμοσμένης πολιτικής ο ρήτορας. Ο «ριζοσπάστης» ήταν πλέον νεκρός μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015.
Και ο «αριστερός» αρχηγός, αφού επιτέθηκε φραστικά στο όντως φορτωμένο με αποτυχίες συντηρητικό «παλαιό καθεστώς», παρέδωσε ηττημένος τα άρματά του στα πόδα της κυρίας Μέρκελ και εφάρμοσε πολιτικές που προκάλεσαν ανατριχίλες και θυμό στους οπαδούς της Αριστεράς και στην κοινωνία ολόκληρη. Τις αποφάσεις του ο μετανοημένος αριστερός ριζοσπάστης αρχηγός τις συνόδευσε με εναγκαλισμούς και χαρούμενες συμπεριφορές προς τους ξένους δανειστές, που θα έκαναν τους «συντηρητικούς» να κοκκινίζουν από ντροπή, αν διέπρατταν τα ανάλογα.
Οι πολίτες, που ήδη έως στο τέλος του 2014 είχαν δεχθεί ισχυρά «μνημονιακά» κτυπήματα από το «παλαιό καθεστώς», με τη φτώχεια και την ανεργία να καλπάζουν στην κοινωνία, δέχτηκαν νέα συντριπτικά πλήγματα από το… νέο καθεστώς, την πολιτική ηγεσία της μεγάλης φίλης του λαού, thw «ριζοσπαστικής Aριστεράς»!
Με νέο προσωπείο και χωρίς να χάνει το χαμόγελό του, ο κ. Τσίπρας, ικανοποιημένος πολύ που συνομιλούσε πλέον με τους «ισχυρούς» της Ε.Ε., αργότερα και με την ηγεσία των ΗΠΑ, γελοιοποίησε και ενταφίασε στα γρήγορα την Αριστερά. Και μεταμφιέστηκε σε κάτι καινούργιο και πρωτότυπο: Στον πολιτικό αρχηγό που κινείται άνευ γραβάτας μεν, αλλά με δύο καπέλα, ως ρεαλιστής «μνημονιακός» φοροεισπράκτορας και μαζί ως ο «πατερούλης» προστάτης των φτωχών, που έχει εξουθενώσει ο ίδιος.
Ο κατά Τσακαλώτο «γάτα» αρχηγός, διαπιστώνοντας, πάντως, ότι μετά τη θανάτωση του «ριζοσπαστισμού» και της «αριστεράς» κάτι διαφορετικό πρέπει να εμφανίσει (ως επικεφαλής κόμματος «προοδευτικού», τέλος πάντων), δοκιμάζει εσχάτως και φτηνά κοστούμια «σοσιαλδημοκράτη», για να ανταγωνιστεί το… ΚΙΝ.ΑΛ.!
Ο εξολοθρευτής της Αριστεράς (την οποία εξαντλεί προστατεύοντας «άσυλα» και μπαχαλάκηδες) έχει τώρα ως πρώτο υπολογίσιμο όπλο του, στην προοπτική μίας επόμενης εκλογικής μάχης, τη συστηματική καλλιέργεια έντονου συναισθήματος εχθρότητας προς μία ένοχη για όλα τα εθνικά δεινά «μπουρζουαζία», στις τάξεις των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, της «φτωχολογιάς». Η ανασφάλεια αυτής της τάξης και οι φόβοι της για τα «χειρότερα» θα αξιοποιηθούν στο έπακρο από τον πρωθυπουργό.
Συνειδητή επιλογή του κ. Τσίπρα, λοιπόν, η διάνοιξη της λεωφόρου του Διχασμού. Πέραν αυτού, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει κανένα πνευματικό κεφάλαιο, καμία ηγετική ομάδα ποιότητας, καμία οργανωμένη παραγωγική δύναμη, που θα στήριζε αληθινά κάποιες αναπτυξιακές προσπάθειες, παραμερίζοντας τα μνημονιακά ερείπια της οκταετίας.
Αλλωστε, ακολουθώντας πιστά τις επιταγές του καθαρού νεοφιλελεύθερου δόγματος, που επιδιώκει την αποδυνάμωση των μεσαίων αστικών τάξεων στις κοινωνίες-αγορές της «παγκοσμιοποιημένης» Δύσης, ο κ. Αλέξης Τσίπρας, πέρα από τη νέα «φτωχολογιά», μπορεί να υπολογίζει σήμερα σε ένα μόνο πράγμα:
Σε έναν στενό κύκλο φιλικών προς αυτόν ντόπιων μεγαλοεπιχειρηματιών, που τον επαινούν θερμά για το θάρρος που επέδειξε ως εξολοθρευτής της Αριστεράς στη χρεοκοπημένη χώρα μας. Διότι, πράγματι, ο κ. Αλέξης Τσίπρας κατάφερε, με τις «τούμπες» του και τις πολιτικές ακροβασίες του, όχι μόνο να ακυρώσει στη συνείδηση των πολιτών την Αριστερά, αλλά και να την απαξιώσει τόσο, ώστε να μετατρέψει τη λέξη σε «ανέκδοτο» μέσα στην κοινωνία της Ελλάδας.