Οι διαχειριστές και οι «άλλοι»…
Η Ελλάδα «βγαίνει από τα Μνημόνια» εξουθενωμένη, τυλιγμένη στους επιδέσμους που καλύπτουν τα βαριά τραύματά της
Όλα τα στοιχεία της οικονομικής κατάστασης της χώρας και η ευθεία εξάρτησή της από τη βούληση και την επιτήρηση των ξένων δανειστών επιβεβαιώνουν μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: Οι ελληνικές κυβερνήσεις θα έχουν πλέον ως κύριο έργο τους την ευθύνη της διαχείρισης μίας εθνικής οικονομίας στο δεδομένο πλαίσιο που έχουν ορίσει οι Ευρωπαίοι δανειστές με μαέστρο το Βερολίνο.
Με λίγα λόγια, οι κυβερνήσεις των Αθηνών δεν θα έχουν τη δυνατότητα για την άσκηση καμίας πολιτικής που θα έβγαινε από αυτό το πλαίσιο, καμίας «εθνικής» πολιτικής δικής τους επιλογής. Ετσι ολοκληρώνεται το 2018 το οικονομικό δράμα της Ελλάδας, που τώρα «βγαίνει από τα Μνημόνια» εξουθενωμένη, τυλιγμένη στους επιδέσμους, που καλύπτουν τα βαριά τραύματά της. Και με την υποχρέωση, μάλιστα, να σχεδιάσει προσεχώς τον εθνικό εορτασμό της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.
Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει στην πολιτική σκηνή μία πραγματικότητα: Τα (δύο σήμερα) κόμματα εξουσίας έχουν ενώπιόν τους το ίδιο στοίχημα. Και αυτό είναι και θα είναι η διαχείριση, που τους ζητείται από το σύστημα των δανειστών, που είναι ουσιαστικά και επόπτες τους.
Ετσι, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ διατείνεται ότι αυτός μπορεί να διαχειρίζεται σωστά την κατάσταση, και η Νέα Δημοκρατία υποστηρίζει πως μπορεί να κάνει πολύ καλύτερη διαχείριση από αυτήν της Αριστεράς. Και από εκεί και πέρα, εναπόκειται στην καλή διάθεση ξένων επενδυτών να δώσουν μια «αναπτυξιακή» ώθηση στην παραγωγικά μαραμένη Ελλάδα.
Ολα τα υπόλοιπα είναι «λεπτομέρειες», που αφορούν την τακτοποίηση ορισμένων εσωτερικών ζητημάτων διοικητικής φύσεως. Η σημερινή πραγματικότητα, που κλείνει, επί χάρτου, την επάρατη οκταετία 2010-18 χωρίς να δίνει τέλος στο δράμα, οδηγεί μοιραίως και σε κάτι άλλο: Στη συρρίκνωση του ρόλου που μπορούν να παίζουν προσεχώς τα μικρά κόμματα του χώρου, είτε αυτά είναι δεξιόστροφα είτε αριστερόστροφα.
Η πόλωση που δημιουργείται από τον έντονο διαχειριστικό ανταγωνισμό των δύο μεγάλων κομμάτων, δεν αφήνει χώρο ούτε σε «δεξιότερα» ούτε σε «σοσιαλδημοκρατικά» και σε «αριστερότερα» μικρά κόμματα. Αυτά μπορεί ενδεχομένως να αφαιρέσουν πολύ μικρά εκλογικά ποσοστά από τους «μεγάλους», μπορεί να αποβούν κάποια ώρα χρήσιμα για την παροχή ολίγων εδρών στους μεν και στους δε.
Αλλά η πολιτική τους υπόσταση, ως «ενδιάμεσων» δυνάμεων, είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ακυρωμένη, αν όχι και εκμηδενισμένη, εκ των πραγμάτων. Ηδη, στην πολιτική σκηνή υπάρχουν πρόσωπα, των οποίων η ύπαρξη είναι τελείως αδικαιολόγητη. Για τον απλούστατο λόγο ότι η χρησιμότητά τους έχει λήξει προ πολλού.
Μόνο κάποιοι αθηναϊκοί κύκλοι με «ειδικές ανάγκες» τα κρατούν στην εσωτερική «επικαιρότητα». Είτε το θέλουμε, λοιπόν, είτε όχι, η νέα δικομματική πόλωση ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ. είναι δεδομένη σήμερα και εν πολλοίς αναπόφευκτη λόγω των συγκεκριμένων εξελίξεων της περιόδου 2015-2018.
Οι επόμενες εκλογές θα είναι ουσιαστικά ένα «bras de fer» μεταξύ των δύο, που θα καθορίσει στη συνέχεια το στοίχημα της καλύτερης διαχείρισης των οικονομικών της χώρας υπό το αυστηρό βλέμμα των δανειστών. Το ιδιαιτέρως δυσάρεστο είναι ότι αυτή η πόλωση δεν είναι μόνον αντικειμενικά αναπόφευκτη σε τούτη τη φάση, αλλά και ότι αυτή εκδηλώνεται με μία άκρως επιθετική, διχαστική, πολιτικά άγονη ρητορική εντός και εκτός Βουλής.
Αυτό κλείνει τους δρόμους για την παραγωγή της εσωτερικής σταθερότητας και πολιτικής σοβαρότητας, που θα είναι αναγκαστικά τα απαραίτητα κεντρικά στοιχεία για την καταβολή μίας ύστατης εθνικής προσπάθειας με στόχο την εσωτερική ανασυγκρότηση, έστω και κάτω από τους περιορισμούς που θέτουν στη χώρα οι ξένοι δανειστές. Πόλωση, λοιπόν, αλλά το ερώτημα είναι πόσο υψηλό θα είναι το κόστος της για τη χώρα και την κοινωνία της προσεχώς, και ειδικότερα μετά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Ας είναι, πάντως, βέβαιοι όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ότι μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία είναι εξαιρετικά απογοητευμένη, αν όχι και απελπισμένη, από τη ρητορική τους.