Φαντασία και νοσταλγία της «κανονικότητας»
Η πραγματικότητα του έργου «Εξοδος από τα Μνημόνια» τη συνδέει με συνεχή, αυστηρή οικονομική επιτήρηση.
Για δεκαετίες ολόκληρες, η χώρα πορεύτηκε διαρκώς δανειζόμενη από τη διεθνή «αγορά», σε διαρκή μείωση της παραγωγικότητάς της, με όργια της φοροδιαφυγής και πλούσια «μαύρη οικονομία», με ανάπηρη διοικητική μηχανή, καθυστερημένη τεχνολογικά, με απαξίωση της γνώσης στα δημόσια σχολεία και μαζική «δημοκρατική» παραγωγή πτυχίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτή η Ελλάδα, με πολιτικούς αρχηγούς κομμάτων εξουσίας πιστούς στις πρακτικές των «πελατειών», που ενθάρρυναν τις αυθαιρεσίες και την ανομία σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, αυτή η Ελλάδα που διαρκώς απομακρυνόταν από κάθε μοντέλο σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας, έφτασε αναπόφευκτα στη χρεοκοπία το 2009-10.
Ουδέποτε έως τότε είχε επιχειρηθεί να αναδειχθεί στην πολιτική σκηνή, προς γνώση και των πολιτών, το μεγάλο ερώτημα: Πώς, από ποιες πηγές και με ποιο τρόπο παράγεται σε μία χώρα το χρήμα που κυκλοφορεί, αξιοποιείται, αποκτάται και καταναλώνεται στην κοινωνία μας; Αυτή, λοιπόν, τη φρικτή, εθνοκτόνο κατάσταση νοσταλγούν ως… κανονικότητα οι πλείστοι των πολιτικών ρητόρων, σήμερα! «Επιστροφή στην κανονικότητα» ζητούν και εύχονται ενώπιον κοινωνικών ακροατηρίων! Αντί για οριστικό ενταφιασμό εκείνης της ελεεινής «κανονικότητας», ελπίζεται και διαφημίζεται δημοσίως η… επιστροφή της! Ετσι, σήμερα, στο πλαίσιο αυτού του παραλογισμού, οι κρατούντες εκδηλώνουν τη μεγάλη χαρά τους για το γεγονός ότι η καταχρεωμένη χώρα μας, η οικονομικά κατεστραμμένη Ελλάδα μας, θα μπορεί από τον επόμενο μήνα να… δανείζεται και άλλα, από τις «αγορές». Και άρα θα μπορεί να «αναπτυχθεί». Ας ρεύσει το χρήμα και τα άλλα θα τα βρούμε
. Αυτή είναι η παιδαριώδης σκέψη της πολιτικής ηγεσίας. Ούτε λόγος για σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης, για γενναίες αλλαγές στη δημόσια εκπαίδευση που παρέχεται στις νέες και στους νέους μας, για εγχώρια τεχνολογική «επανάσταση», για την ανάπτυξη ταχυτήτων σε κάθε τομέα που θα βοηθούσε την παραγωγική διαδικασία στη χώρα. Μόνον εσωστρέφεια, ευχολόγια και λόγια πολλά από τους κοπανιστές αέρος στο πολιτικό στερέωμα. Φυσικά, η πραγματικότητα του έργου «Εξοδος από τα Μνημόνια» συνδέει αυτή την «έξοδο» με συνεχή, αυστηρή οικονομική επιτήρηση της Ελλάδας σε τακτά διαστήματα.
Και δεν υπάρχει καμία διάθεση «κατανόησης» της ελληνικής περίπτωσης από το διεθνές σύστημα των δανειστών, που από τώρα εκδηλώνουν τις προθέσεις τους απέναντι στο ενδεχόμενο ελληνικών οικονομικών «παρεκτροπών» από τα συμφωνηθέντα. Σε αυτή την οικτρή κατάσταση βρίσκεται το καλοκαίρι του 2018 η Ελλάδα έπειτα από 37 χρόνια συμμετοχής της στην Κοινότητα των Ευρωπαίων και ύστερα από 16 χρόνια συμμετοχής στην ευρωζώνη. Πρόκειται για ένα εξωφρενικό «επίτευγμα». Και το ακόμη χειρότερο: Αυτό βρίσκει την ελληνική πολιτική τάξη χωρίς καμία εθνική σ τ ρ α τη γ ι κ ή, έστω και σε μορφή «προχείρου» επάνω σε ένα χαρτί. Η καλύτερη «διαχείριση» της «μετα-μνημονιακής» εποχής, που υπόσχονται οι πολιτικοί αρχηγοί, δεν έχει κάποιους συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους, συνεπώς δεν πατάει σε στέρεο έδαφος και γι’ αυτό δικαίως προκαλεί τη δυσπιστία των Ευρωπαίων εταίρων της Ελλάδας για τη μελλοντική οικονομική-παραγωγική πορεία της.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο κακή σχέση με τον πραγματικό πολιτικό χρόνο είχε και έχει η ελληνική πολιτική τάξη. Γι’ αυτό και τα οικονομικά προγράμματα «σωτηρίας» και οι μεταρρυθμίσεις, που επιβάλλουν οι ξένοι δανειστές από το 2010, είναι αυτά που έπρεπε να έχουν εκπονήσει πρώτες οι ελληνικές κυβερνήσεις, τουλάχιστον από το ξεκίνημα της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη πριν από 16 χρόνια. Ετσι, οι νωχελικοί πολιτικοί θεατές του οικονομικού δράματος έγιναν τελικώς οι ίδιοι εκτελεστές των οδυνηρών «προγραμμάτων» που τους επέβαλαν οι δανειστές.
Σήμερα, και πάλι χωρίς συνείδηση του πραγματικού χρόνου εξέλιξης του δράματος, οι κυβερνώντες θριαμβολογούν για το «τέλος των Μνημονίων». Και το δράμα δεν φαίνεται να έχει τέλος.