Ο κ. Τσίπρας υπέσκαψε το κύρος της συμφωνίας που υπέγραψε
Η κυβέρνηση αποφάσισε με άκρατο πολιτικό εγωισμό να διαχειριστεί τη μείζονα αυτή εθνική υπόθεση «απορρήτως».
H υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι αναμφίβολα ένα ζήτημα με ιστορικό βάθος, είναι μία υπόθεση εξαιρετικής σημασίας, που αφορά την εξωτερική πολιτική, την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας και τη γεωπολιτική των Βαλκανίων. Γι’ αυτό και ήταν απολύτως απαραίτητο να έχει συζητηθεί σοβαρά, από κοινού, με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση -τουλάχιστον την αξιωματικήπριν από την έναρξη των συνομιλιών της Αθήνας με τα Σκόπια. Αφού η χώρα δεν διαθέτει συνολική εθνική στρατηγική, ας είχε συμβεί αυτό, το λιγότερο: Μια πολιτική συνεννόηση στο εσωτερικό μέτωπο για το συγκεκριμένο ζήτημα, που είναι «ανοικτό» από τις 16 Δεκεμβρίου 1991 και κρατά «προσωρινό» στον ΟΗΕ το σύνθετο όνομα FYROM (ΠΓΔΜ) από το 1995. Την εκδοχή αυτή την έγραψε ο κ. Τσίπρας «στα παλιά του τα παπούτσια». Αντί για σοβαρή δουλειά και διακομματική συνεννόηση, με πρωτοβουλία του, η μεγάλη αυτή υπόθεση κατάντησε μια ιστορία εθνικού διχασμού, κραυγών, συλλαλητηρίων και απαράδεκτων καυγάδων. Από τη Βουλή έως και το Αγιον Ορος η ταραχή. Μία κατάσταση στ’ αλήθεια ασυνάρτητη. Χάνεται έτσι η ουσία της υπόθεσης του «Μακεδονικού», που έχει ως επίκεντρο ένα τεχνητό κρατικό μόρφωμα του Τίτο με «γκρίζα» χαρακτηριστικά στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.
Η υπόθεση δεν είναι ασήμαντη, ούτε ο θόρυβος είναι προϊόν εθνικών νευρώσεων των Ελλήνων. Το κράτος αυτό, προκειμένου να αποκτήσει ανεξάρτητη εθνική ταυτότητα και διεθνή υπόσταση, επιχείρησε από το 1991 να ταυτίσει την ύπαρξή του στον διεθνή χώρο με την Ιστορία της Μακεδονίας του Αλεξάνδρου και επιπλέον προσπάθησε να εμφανιστεί ως κέντρο «μακεδονικού έθνους», που απλώνεται εκτός συνόρων του στα Βαλκάνια. Πολλά συνέβησαν μετά το 1991 και πολλά ήταν τα λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων, που πολιτεύτηκαν αδέξια, πάντοτε αμήχανες, με τον φόβο κατηγοριών για «μειοδοσία» στην πολιτική σκηνή και γύρω από αυτήν. Κάποτε, όμως, τα πράγματα έφθασαν στο 2017-18 με σχετικά ευνοϊκές για την ελληνική πλευρά συνθήκες: Προκειμένου να διατηρηθεί η εσωτερική συνοχή της εύθραυστης ΠΓΔΜ, στρατηγικά χρήσιμης στην Ουάσινγκτον, το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., αποφασίστηκε η ένταξη των Σκοπίων στη Συμμαχία. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε να δώσει την «άδειά» της η Αθήνα.
Η εξέλιξη αυτή ήταν για την ελληνική πλευρά μια ιστορική ευκαιρία να διασφαλίσει από την επισπεύδουσα πλευρά, τα ανασφαλή Σκόπια, ένα σημαντικό αντάλλαγμα για την παροχή αυτού του ΝΑΤΟϊκού διαβατηρίου. Αντί, όμως, να αποτελέσει αυτή η συγκυρία μία ευκαιρία για τη χάραξη εθνικής θέσης με ισχυρή διακομματική βάση, συνέβη το αντίθετο: Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, παραμερίζοντας την Ιστορία, τις στρατηγικές διαστάσεις, αλλά και τις λαϊκές ευαισθησίες που υπάρχουν στο «Μακεδονικό», ειδικότερα στη Β. Ελλάδα, αποφάσισε με άκρατο πολιτικό εγωισμό να διαχειριστεί τη μείζονα αυτή εθνική υπόθεση «απορρήτως», χωρίς να ζητήσει τη συνεργασία, τη γνώμη έστω, της αντιπολίτευσης. Συνεννοήθηκε ευθέως μόνο με τα Σκόπια και με ξένους «διαμεσολαβητές».
Ετσι, το δίδυμο Τσίπρα-Κοτζιά κατέληξε σε μια Συμφωνία με την ΠΓΔΜ και ζήτησε από τη Βουλή των Ελλήνων την κύρωσή της, χωρίς να υπάρχει πλέον περιθώριο συζήτησης για αλλαγή του περιεχομένου των συμφωνηθέντων στις Πρέσπες. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, θυμωμένη, έχει χαρακτηρίσει με τα χειρότερα λόγια όσους συμπολίτες διαφώνησαν με τα όσα συνυπέγραψε θριαμβευτικά με τον Ζόραν Ζάεφ ο κ. Τσίπρας για τη «Βόρεια Μακεδονία».
Η στάση αυτή της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα οδήγησε στο να αμφισβητούνται σήμερα αιτιολογημένα και με θυμό, σε διχαστικό εθνικό κλίμα, από πολιτικούς και από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες το περιεχόμενο και η δημοκρατική νομιμοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οποιο δίκιο μπορεί να είχε η κυβέρνηση στην υπόθεση αυτή πνίγηκε στην ίδια την αλαζονεία της και στις αυταρχικές πολιτικές μεθοδεύσεις της.