Η φετινή έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για τη Δίκαιη Ανάπτυξη, ανέδειξε – μεταξύ άλλων – μια από τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, τη χαμηλή ανταποδοτικότητα των φόρων.

Δυστυχώς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι και σε αυτή την αξιολόγηση, η Ελλάδα είναι ουραγός μεταξύ των 29 ανεπτυγμένων χωρών, στο σύνολο σχεδόν των πυλώνων που εξετάζονται. Ένας από τους τομείς, όμως, στους οποίους παρουσιάζει η χώρα μας τη χειρότερη επίδοση, είναι η ανταποδοτικότητα της φορολογίας.

Συγκεκριμένα, στον πυλώνα Δημοσιονομικοί Πόροι, η Ελλάδα βαθμολογείται με 3,58 σε κλίμακα 1 έως 7 καθώς διαπιστώνεται ότι η φορολογία λειτουργεί ως αντικίνητρο στην εργασία και στις επενδύσεις, ενώ την ίδια στιγμή καταγράφεται χαμηλή αποτελεσματικότητα στην παροχή δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών, με βαθμολογία μόλις 2,46.

Το έλλειμμα ανταποδοτικότητας των φόρων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το γιατί το ισχύον σήμερα φορολογικό καθεστώς στην Ελλάδα είναι όχι μόνο ανταιαναπτυξιακό, αλλά και μη βιώσιμο. Υψηλοί φορολογικοί συντελεστές υπάρχουν και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, χωρίς αυτό να τις εμποδίζει να προσελκύουν πολύ περισσότερες επενδύσεις συγκριτικά με την Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει γιατί εκεί η φορολόγηση συνδέεται με την παροχή καλύτερης ποιότητας δημοσίων υποδομών και υπηρεσιών, με τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, με τη λειτουργία του ανταγωνισμού και γενικότερα με ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Συνδέεται επίσης με υψηλότερου επιπέδου υπηρεσίες σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική πρόνοια, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση κ.ά.

Στην Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι φόροι επιβάλλονται, αυξάνονται και πληθύνονται μέσα σε ένα χαώδες πλαίσιο, που αλλάζει σχεδόν κάθε εξάμηνο, ανάλογα με το πόσο μεγάλη είναι η δημοσιονομική «τρύπα» που πρέπει κάθε φορά να κλείσει. Και βέβαια οι φόροι αυτοί τροφοδοτούν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έναν κρατικό μηχανισμό με περισσότερους από 1.500 φορείς, που αντί να περιορίζεται και να νοικοκυρεύεται, γίνεται όλο και πιο δαπανηρός.

Το μέγεθος του προβλήματος γίνεται αντιληπτό, αν σκεφτεί κανείς ότι η έννοια της ανταποδοτικότητας είναι η βάση της φορολογίας, αποτελώντας τον κύριο όρο ενός άτυπου συμβαολάιου μεταξύ του κράτους και των πολιτών. Γι’ αυτό και η αντίληψη των φορολογούμενων σχετικά με την ανταποδοτικότητα των φόρων, είναι κύριος παράγοντας διαμόρφωσης της φορολογικής ηθικής,  της εσωτερικής δηλαδή επιθυμίας των πολιτών να πληρώνουν τους φόρους τους, έστω κι αν γνωρίζουν ότι δεν θα ελεγχθούν. Σε έρευνα που πραγματοποίησε το 2015 το Τμήμα Παραγωγής και Διοίκησης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, πάνω από 7 στους 10 συμμετέχοντες δήλωσαν ότι απολαμβάνουν λίγες παροχές σε σχέση με τους φόρους που πληρώνουν, ενώ περισσότεροι από τους μισούς συνδέουν τη φοροδιαφυγή με τη γνώση των πολιτών ότι το κράτος σπαταλά τα χρήματά τους.  

Όλα αυτά τα στοιχεία οδηγούν σε ένα βασικό συμπέρασμα: δεν μπορεί πλέον το κράτος να ζητά από τους Έλληνες, φυσικά και νομικά πρόσωπα, να καταβάλουν φέτος πάνω από το 60% του εισοδήματός τους σε φόρους και εισφορές, για συνεχίσουν να λαμβάνουν χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες. Σε μια περίοδο όπου πολίτες και επιχειρήσεις έχουν εξαντλήσει τη φοροδοτική τους ικανότητα, το κράτος οφείλει να χτίσει ξανά το ηθικό του δικαίωμα να εισπράττει φόρους. Αυτό σημαίνει, κυρίως, ένα πράγμα: μείωση της φορολογίας, σε συνδυασμό με αποτελεσματικότερο έλεγχο των λειτουργικών δαπανών του κράτους, μηχανισμούς λογοδοσίας και κριτήρια αξιολόγησης αποτελσματικότητας για κάθε ευρώ που ξοδεύεται από το κράτος και τους φορείς του. Μένει να δούμε ποια κυβέρνηση θα τολμήσει να το κάνει πράξη.