Πριν από λίγες ημέρες, είχα την τιμή να συμμετέχω στην παρουσίαση της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου «Η ελληνική πολιτική οικονομία 2000-2015 – Από την ΟΝΕ στο Μηχανισμό Στήριξης», που επιμελήθηκαν οι Σπυρίδωνος Ρουκανάς και Παντελής Σκλιάς.

Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα επιστημονική εργασία, η οποία επιχειρεί να ρίξει φως στην πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και ιδιαίτερα στους παράγοντες εκείνους που οδήγησαν στην ένταξη της Ελλάδας στον τριμερή μηχανισμό στήριξης.

Βασική αρχή της οικονομικής επιστήμης είναι ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε απόλυτη αντικειμενική αλήθεια, ιδιαίτερα σε ένα πεδίο όπου δρουν άπειροι αστάθμητοι παράγοντες και μεταβλητές – με κυριότερη από αυτές την ανθρώπινη συμπεριφορά.  Ωστόσο, η έκδοση αυτή – μέσα από μια νηφάλια, σφαιρική και τεκμηριωμένη καταγραφή στοιχείων και γεγονότων – συνεισφέρει πολύτιμη γνώση, στην προσπάθεια να κατανοήσουμε τι συνέβη τελικά στη χώρα.

Ένα από τα πρώτα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει κανείς, διαβάζοντας τα επιστημονικά άρθρα της έκδοσης, είναι ότι οι ρίζες της κρίσης είναι πράγματι ενδογενείς. Βρίσκονται στις δομικές αδυναμίες της ίδιας της ελληνικής οικονομίας και στην πολιτική κουλτούρα, η οποία τις εξέθρεψε. Είχαμε ένα σαθρό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο κατέρρευσε – ουσιαστικά – όταν τελείωσαν τα δανεικά. Είχαμε καλλιεργήσει μια κουλτούρα στηριγμένη στην πελατειακή σχέση των πολιτών με το κράτος, στις δικαιωματικές παροχές, στη διαφύλαξη συντεχνιακών «κεκτημένων», στις εύκολες λύσεις και στις λογικές της ήσσονος προσπάθειας.

Ταυτόχρονα, όμως, γίνεται προφανές ότι – παρ’ όλες αυτές τις αδυναμίες – η κρίση δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό δημιούργημα. Εκδηλώθηκε σε μεγάλο βαθμό ως απόρροια μιας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, αυτής του 2007, η οποία χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη στην παγκόσμια ιστορία. Εκδηλώθηκε επίσης – και έλαβε διαστάσεις – ως αποτέλεσμα σοβαρών αδυναμιών στη δομή της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, αλλά και του ελλείμματος ηγεσίας και οράματος, που χαρακτήρισε τη διακυβέρνηση του ευρώ.

Ένα εξίσου σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, που οδήγησε στο μνημόνιο δεν ήταν θέμα οικονομικής διαχείρισης της διετίας 2007 – 2009. Το πρόβλημα ήταν το διαχρονικά υψηλό έλλειμμα και χρέος της Ελλάδας. Το οποίο δημιουργήθηκε εξαιτίας των διαρθρωτικών στρεβλώσεων και της πολιτικής κουλτούρας που επικράτησε τα προηγούμενα 40 χρόνια.

Ανάμεσα στις πικρές αλήθειες, που αποκαλύπτονται στις σελίδες του βιβλίου, είναι ότι η ένταξη στο μηχανισμό στήριξης θα μπορούσε, ενδεχομένως, να έχει αποφευχθεί, εάν κατά τους κρίσιμους μήνες του 2009 οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου είχαν καταφέρει να συνεννοηθούν και να συναινέσουν στη λήψη δύσκολων αλλά εθνικά αναγκαίων αποφάσεων.

Επιβεβαιώνεται, επίσης, ότι από την αρχή, με ευθύνη  τόσο των δανειστών, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης επιβλήθηκε στη χώρα ένα λανθασμένο μείγμα πολιτικής, το οποίο  υπαγορεύθηκε από μια τιμωρητική λογική, αντί από μια ορθολογική εκτίμηση των αναγκών και των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Εξίσου προφανές, τέλος, είναι και το συμπέρασμα ότι στα χρόνια που ακολούθησαν τα μνημόνια εφαρμόστηκαν, μόνο ως προς το δημοσιονομικό σκέλος, δηλαδή την επιβολή φόρων και οριζόντιων περικοπών, με σκοπό να επιτευχθούν οι στόχοι για το έλλειμμα. Το άλλο σκέλος, αυτό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε, με αποτέλεσμα να έχουμε μια πρωτοφανή εσωτερική υποτίμηση, η οποία έπληξε βαθιά τον κοινωνικό ιστό, έφερε όμως ελάχιστα αποτελέσματα ως προς τον αρχικό στόχο, που ήταν ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Όλα αυτά τα συμπεράσματα βοηθούν στο να δούμε κατάματα τις ενοχλητικές αλήθειες που αποκάλυψε η κρίση: για το πολιτικό προσωπικό και την πολιτική κουλτούρα στην Ελλάδα, αλλά και για τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στο οποίο ανήκουμε. Με αυτές τις αλήθειες οφείλουμε να αναμετρηθούμε, μακριά από κομματικές και ιδεολογικές παρωπίδες, για να καταφέρουμε να διαχειριστούμε και να επουλώσουμε σταδιακά το εθνικό τραύμα της κρίσης. Για να διασφαλίσουμε ότι τουλάχιστον τα παιδιά μας δεν θα αντιμετωπίσουν αντίστοιχες καταστάσεις στο μέλλον.