Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται επτά χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στον τριμερή μηχανισμός στήριξης. Η ελληνική κρίση έχει ήδη ξεπεράσει σε βάθος και διάρκεια κάθε συγκρίσιμη περίπτωση στα διεθνή χρονικά.

Όλες οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης που βρέθηκαν σε αντίστοιχο καθεστώς επιτήρησης, κατάφεραν σταδιακά να σταθούν στα πόδια τους. Η χώρα μας παραμένει εξαρτημένη από τη βοήθεια των εταίρων της, εφαρμόζοντας το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο. Οι ευθύνες γι’ αυτό ανήκουν τόσο στους δανειστές, όσο και στις κυβερνήσεις της χώρας.

Είναι γεγονός ότι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης αντιμετώπισαν την ελληνική κρίση με κοντόφθαλμη λογική, προτάσσοντας τις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, έναντι της ανάγκης να δοθεί μια ριζική λύση στο μεγάλο πρόβλημα του χρέους.

Εάν εγκαίρως είχε αναγνωριστεί η ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους και – κυρίως – αν είχαν εφαρμοστεί τα κατάλληλα μέτρα, οι διαστάσεις της κρίσης θα είχαν περιοριστεί σημαντικά. Σήμερα, μετά από τρία μνημόνια, το εξωτερικό χρέος της χώρας αγγίζει το 245% του ΑΕΠ, από 188,2% του ΑΕΠ που ήταν το 2011. Όλοι αναγνωρίζουν, με πρώτο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αναγνωρίζουν ότι το χρέος αυτό δεν διατηρήσιμο. Ακόμη κι αν η ελληνική οικονομία επιστρέψει σε θετικό έδαφος, θα είναι δύσκολο έως αδύνατο να εξυπηρετηθεί. Παρ’ όλα αυτά, οι ηγεσίες της ευρωζώνης εξακολουθούν να κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα.

Σημαντικές ευθύνες όμως έχει και η ελληνική πλευρά. Όλα αυτά τα χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύθηκαν και πίεσαν μεν τους δανειστές, αλλά σε λανθασμένη κατεύθυνση. Διαπραγματεύθηκαν για να αλλάξει όσο το δυνατόν λιγότερο το χρεοκοπημένο μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Εστίασαν στο δημοσιονομικό σκέλος του προγράμματος, με ένα μείγμα πολιτικής στηριγμένο στην υπερφορολόγηση και στις «εύκολες» οριζόντιες περικοπές δαπανών, αγνοώντας το σκέλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Έτσι, στην Ελλάδα πετύχαμε ένα σπάνιο «κατόρθωμα»: εφαρμόστηκε μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η οποία επηρέασε το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, χωρίς όμως να προσθέτει τίποτα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η πορεία των εξαγωγών, η οποία αποτελεί συνήθως ένδειξη ανταγωνιστικότητας, επιβεβαιώνει την αστοχία. Παρά τη συμπίεση των μισθών, οι εξαγωγικές επιδόσεις δεν βελτιώθηκαν αρκετά, ώστε να αντισταθμίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Για να υπάρξει σύγκριση, στην Πορτογαλία οι εξαγωγές κατά την πρώτη πενταετία μετά την εκδήλωση της κρίσης αναπτύχθηκαν και έδωσαν θετική ώθηση της οικονομία, της τάξης του 9%. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε αυτή η ώθηση. Υπήρξε και υπάρχει μόνο η υπερπροσπάθεια των Ελλήνων εξαγωγέων, οι οποίοι είδαν την εξωστρέφεια ως διέξοδο απέναντι στην εγχώρια ύφεση. Οι βασικές στρεβλώσεις που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, όπως η γραφειοκρατία, το κόστος της ενέργειας, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, οι περιορισμοί στις αγορές, σε μεγάλο βαθμό παραμένουν.

Το ζητούμενο, επομένως, είναι έστω και τώρα να αναγνωρίσει κάθε πλευρά με γενναιότητα τα λάθη της στη διαχείριση της κρίσης και να προχωρήσει στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις. Διαφορετικά, τόσο η Ελλάδα όσο και οι πιστωτές της, θα μείνουν για πολύ καιρό ακόμα παγιδευμένοι σε ένα δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά.