Η αγορά είχε προειδοποιήσει για την επιδείνωση των συνθηκών
Άρθρο του Κωνσταντίνου Μίχαλου προέδρου ΚΕΕ & ΕΒΕΑ
Τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με το ρυθμό ανάπτυξης το τελευταίο τρίμηνο του 2016 επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες που είχε εκφράσει από πολύ νωρίς η επιχειρηματική κοινότητα, ως προς τις συνθήκες που επικρατούν στην πραγματική οικονομία. Στο διάστημα Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2016, η πορεία του ΑΕΠ επιδεινώθηκε, καταγράφοντας ύφεση -1,1% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2015. Η συρρίκνωση σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2016 έφθασε το 1,2%, έναντι της αρχικής εκτίμησης για μείωση 0,4%. Με βάση τα στοιχεία αυτά, στο σύνολο του περασμένου έτους καταγράφεται οριακή ύφεση, έναντι των αρχικών εκτιμήσεων για ανάπτυξη.
Η αρνητική αυτή εικόνα διαμορφώνεται ως συνέπεια μιας σειράς παραγόντων, οι οποίοι ήταν βέβαιο ότι θα λειτουργούσαν ανασταλτικά στην προσπάθεια για ανάκαμψη της οικονομίας. Η παράταση της εκκρεμότητας ως προς την αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος και η διάχυτη αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, όσο καθυστερεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η χώρα στερείται τη δυνατότητα ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξέλιξη η οποία θα έδινε μια σημαντική ανάσα ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Προς το παρόν οι πόρτες της ΕΚΤ για αγορά ελληνικών ομολόγων παραμένουν κλειστές, ενώ το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες των επιχειρήσεων σε ρευστότητα και κεφάλαια. Το σχέδιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο θα απελευθέρωνε κεφάλαια για τη χρηματοδότηση βιώσιμων επιχειρήσεων, καρκινοβατεί εδώ και πολλούς μήνες, με μόνη ουσιαστική εξέλιξη την πρόσφατη δημοσίευση του σχεδίου νόμου για την εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών.
Το αποθαρρυντικό περιβάλλον που διαμορφώνεται από την αβεβαιότητα και την παρατεταμένη πιστωτική ασφυξία, επιδεινώνεται περαιτέρω από την εξοντωτική φορολογία, η οποία εκτιμάται ότι φέτος θα υπερβεί το 60% του εισοδήματος των Ελλήνων, εξαιτίας της αύξησης των φορολογικών συντελεστών και της επιβολής μιας σειράς νέων φόρων και τελών.
Εφόσον οι συνθήκες αυτές διατηρηθούν, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει και το 2017 να κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Οι εκτιμήσεις του προϋπολογισμού και της Κομισιόν για ανάπτυξη με ρυθμό της τάξης του 2,7% φέτος βασίζονται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες ως τώρα - που πλησιάζουμε ήδη στο τέλος του πρώτου τριμήνου – δεν πληρούνται.
Είναι προφανές ότι κάθε ελπίδα για ανάπτυξη το 2017 στηρίζεται στην άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ώστε να υπάρξει εκ μέρους των δανειστών μια σαφέστερη περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και να ανοίξει ο δρόμος της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Πρόκειται για ζωτικής σημασίας ζητούμενο, προκειμένου να ενισχυθεί η ρευστότητα, να αποκλιμακωθεί το κόστος χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και να σταλεί ένα θετικό μήνυμα σε καταθέτες και επενδυτές.
Όσο η διαδικασία αυτή καθυστερεί, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία θα επιδεινώνεται. Η Γαλλία και Γερμανία έχουν ήδη εισέλθει σε προεκλογική περίοδο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη στάση τους στη διαπραγμάτευση, ενώ η επιτάχυνση της ανάκαμψης και η επιτάχυνση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, ενδέχεται να οδηγήσουν σε ταχύτερη απόσυρση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Παράλληλα, πρέπει να εισακουστεί επιτέλους το αίτημα για αναπροσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας που επιβαρύνει την επιχειρηματικότητα, την απασχόληση και την ανάπτυξη. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί, με ουσιαστική διεύρυνση της φορολογικής βάσης και αποτελεσματικότερο έλεγχο της φοροδιαφυγής, σε συνδυασμό με τη μείωση των λειτουργικών δαπανών του κράτους.
Κυβέρνηση και δανειστές οφείλουν να αναλάβουν άμεσα τις ευθύνες που τους αναλογούν, ώστε να απελευθερωθούν οι δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.