Εθνικός στόχος η επίτευξη συμφωνίας
Η άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης αναδεικνύεται σε αδήριτη ανάγκη
Η ολοκλήρωση του Eurogroup της 20ης Μαρτίου σήμανε νέα παράταση των διαπραγματεύσεων για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος. Στα θετικά της συνεδρίασης καταγράφεται η ύπαρξη εποικοδομητικού κλίματος και η διαφαινόμενη βούληση και των δύο πλευρών για την επίτευξη συμφωνίας.
Το αποτέλεσμα, ωστόσο, που ήταν η διατήρηση της εκκρεμότητας για διάστημα τουλάχιστον μερικών εβδομάδων ακόμη, κάθε άλλο παρά υπηρετεί το συμφέρον της ελληνικής πλευράς.
Οι συνέπειες της συνεχιζόμενης εδώ και μήνες αβεβαιότητας, έχουν γίνει ήδη εμφανείς στην πραγματική οικονομία, με τη μορφή της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης το τελευταίο τρίμηνο του 2016, αλλά και της αυξημένης ανασφάλειας των καταθετών, όπως αποτυπώνεται στα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Είναι δε προφανές ότι όσο η συμφωνία καθυστερεί, το οικονομικό κλίμα θα επιδεινώνεται και οι εκτιμήσεις για ανάπτυξη το 2017 θα αναθεωρούνται προς τα κάτω.
Με δεδομένο ότι φθάνουμε ήδη στο τέλος του πρώτου τριμήνου του έτους, η άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης αναδεικνύεται σε αδήριτη ανάγκη και σε εθνικής σημασίας στόχο. Ο στόχος αυτός οφείλει να επιδιωχθεί στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας, το οποίο δεν θα προκαλεί περαιτέρω προβλήματα στην οικονομία και στην κοινωνία.
Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί από όλες τις πολιτικές δυνάμεις να εντοπίσουν βασικά ζητήματα στα οποία συμφωνούν και να τα θέσουν από κοινού σε εταίρους και δανειστές, διαμηνύοντας ότι αποτελούν εθνικές απαράβατες γραμμές, που δεν πρόκειται να παραβιαστούν, όποια κι αν είναι τώρα ή στο μέλλον η ελληνική κυβέρνηση.
Μέχρι τώρα, τόσο τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, δείχνουν να συμφωνούν σε έξι τουλάχιστον βασικά ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 δεν μπορούν να είναι υψηλότερα από το 2% του ΑΕΠ. Το δεύτερο είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει νέα μείωση στις συντάξεις. Το τρίτο ζήτημα αφορά την ανάγκη να προχωρήσουν άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις οι προβλεπόμενες από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεις. Το τέταρτο αφορά το σκέλος των εργασιακών και την ανάγκη να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές.
Το πέμπτο ζήτημα αφορά την ανάγκη για σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών για νομικά και φυσικά πρόσωπα, με ταυτόχρονη προσήλωση στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Το έκτο και τελευταίο ζήτημα αφορά τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, αλλά και του ΦΠΑ σε συγκεκριμένους τομείς, με στόχο τη μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων και των δαπανών των νοικοκυριών.
Οι παραδοχές αυτές, στις οποίες συγκλίνουν σε γενικές γραμμές οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, μπορούν να αποτελέσουν το κλειδί για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, εάν τεθούν στους εταίρους και δανειστές κάτω από πνεύμα σύνεσης, συναίνεσης και συνεργασίας.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να προχωρήσει στη διαπραγμάτευση με θετικές και ρεαλιστικές προτάσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι όποτε η ελληνική πλευρά υιοθέτησε μαξιμαλιστικές ή αδιάλλακτες θέσεις, στο τέλος βγήκε χαμένη. Σήμερα, μετά από πολλές περιπέτειες και ανατροπές που στοίχισαν ακριβά στην οικονομία και στην κοινωνία, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, αναγνωρίζει ως εθνική προτεραιότητα τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Τόσο οι προηγούμενες, όσο και η σημερινή κυβέρνηση, έχουν δεσμευθεί να υπηρετήσουν αυτό το στόχο. Τώρα είναι καιρός να εφαρμόσουν τη δέσμευση αυτή στην πράξη.