Η ανάγκη για νέα δημοσιονομική πολιτική
Ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσεi
Εδώ και επτά χρόνια, από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών – όπως και το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου – επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία ότι το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόζεται στη χώρα είναι λανθασμένο.
Όλες οι μελέτες διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ και άλλοι, έχουν δείξει ότι σε περιπτώσεις που απαιτείται μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή, το ενδεδειγμένο μείγμα πολιτικής πρέπει να στηρίζεται κυρίως στη μείωση των δαπανών και λιγότερο στην ενίσχυση των εσόδων μέσω της φορολογίας. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να περιλαμβάνει κατά τα δύο τρίτα μείωση δαπανών, μέσω του περιορισμού των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου και κατά το ένα τρίτο στην αύξηση φόρων και εισφορών. Το μείγμα αυτό έχει συνδεθεί με μειωμένη διάρκεια των υφεσιακών επιπτώσεων, αλλά και με σταδιακή αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, τα διδάγματα της διεθνούς εμπειρίας αγνοήθηκαν από την αρχή. Και το μείγμα εφαρμόστηκε από την ανάποδη. Τα δύο τρίτα της προσαρμογής που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα οφείλεται στην αύξηση των φορολογικών εσόδων και μόνο το ένα τρίτο στη μείωση των δαπανών. Ουσιαστικά, το βάρος έπεσε σχεδόν εξ ολοκλήρου στις πλάτες των φορολογουμένων, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, ενώ ελάχιστα έγιναν για να αντιμετωπιστούν οι πραγματικές αιτίες της κρίσης: το υψηλό κόστος σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα και η ύπαρξη σοβαρών στρεβλώσεων και περιορισμών στη λειτουργία των αγορών, που στραγγάλιζαν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό που έγινε τελικά, ήταν μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η οποία επηρέασε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, χωρίς να προσθέτει τίποτα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το πρωτογενές έλλειμμα εξαλείφθηκε, ωστόσο το δημόσιο χρέος βρίσκεται σήμερα στο 180% του ΑΕΠ, από 127% που ήταν το 2010. Η χώρα έχει χάσει πάνω από το 26% του ΑΕΠ της, οι επιχειρήσεις κλείνουν κατά εκατοντάδες, η ανεργία έχει εκτοξευθεί.
Η συμπίεση των κατώτατων μισθών ελάχιστα οφέλη απέδωσε σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας, καθώς το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας – αλλά και άλλοι παράγοντες, όπως το κόστος της ενέργειας, της γραφειοκρατίας και των περιορισμών στις αγορές – παρέμειναν υψηλά.
Το ύψος των φόρων και των εισφορών που καλούνται σήμερα να πληρώσουν στο κράτος εργοδότες και εργαζόμενοι, είναι τέτοιο που καθιστά την πλήρη μισθωτή εργασία ασύμφορη. Η αδήλωτη εργασία ενισχύεται, ενώ οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης ξεπερνούν πλέον το 50% των νέων προσλήψεων. Μια εταιρεία που λειτουργεί ή σχεδιάζει να επενδύσει στην Ελλάδα, γνωρίζει ότι για να προσλάβει εργαζόμενους – και κυρίως εξειδικευμένα στελέχη – θα πρέπει να επωμιστεί ένα δυσβάσταχτο κόστος, την ώρα που όλο και περισσότεροι Έλληνες με υψηλά προσόντα, εγκαταλείπουν τη χώρα προς αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών και αποδοχών.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά στο στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Ο στόχος αυτός είναι αδύνατον να επιτευχθεί με την εφαρμογή της ίδιας συνταγής. Είναι αδύνατον να επιτευχθούν τέτοια πλεονάσματα σε μια οικονομία που δεν αναπτύσσεται. Και είναι αδύνατον να υπάρξει ανάπτυξη, με αυτά τα επίπεδα φορολογίας και των εισφορών.
Ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει. Η χώρα χρειάζεται ένα νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με λιγότερους φόρους και εισφορές σε βάρος της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης, με περισσότερες και τολμηρότερες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στις αγορές. Μόνο με αυτό τον τρόπο, θα στηριχθούν οι επενδύσεις που χρειάζονται για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και θα υπάρξουν έσοδα για το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Αξιόπιστες και ρεαλιστικές εναλλακτικές προσεγγίσεις προς αυτή την κατεύθυνση, υπάρχουν. Θα πρέπει όμως να βρουν το δρόμο της εφαρμογής. Τώρα είναι η ώρα για τις ελληνικές κυβερνήσεις να διαπραγματευθούν προς τη σωστή κατεύθυνση. Όχι πλέον για να αποφύγουν δύσκολες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανταλλάσσοντάς τις με όλο και πιο σκληρά μέτρα λιτότητας, αλλά για να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ανάπτυξης στη χώρα.