Θα συνεχίσουμε να μετράμε λουκέτα;
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου προέδρου ΚΕΕ & ΕΒΕΑ
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου, από την αρχή του 2017 μέχρι σήμερα έχουν κλείσει περισσότερες από 14.000 επιχειρήσεις. Παρά το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους κατά το ίδιο διάστημα είναι περισσότερες, φθάνοντας τις 16.479, η γενική τάση είναι ανησυχητική για δύο κυρίως λόγους.
Πρώτον γιατί το ισοζύγιο σε βάθος πενταετίας παραμένει αρνητικό. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, από τον Ιανουάριο του 2012 έως και τις 3 Ιουλίου του 2017 έχουν κλείσει 273.000 επιχειρήσεις, ενώ ο αριθμός αυτών που άνοιξαν δεν ξεπερνά τις 216.000. Δεύτερο σημείο προβληματισμού είναι οι ποιοτικές διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων που κλείνουν και αυτών που ιδρύονται. Συγκεκριμένα, οι νέες επιχειρήσεις είναι κυρίως μικρού μεγέθους, είτε ατομικές είτε Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρίες. Το γεγονός αυτό αποτυπώνει την υποβάθμιση του τεχνολογικού περιεχομένου των επιχειρήσεων και την εξειδίκευση σε κλάδους εντάσεως εργασίας. Παράλληλα, με εξαίρεση τον τομέα του τουρισμού, δεν φαίνεται να αυξάνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Οι βασικές αιτίες για τη διαμόρφωση του αρνητικού αυτού κλίματος είναι γνωστές: εξοντωτική αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, έλλειψη ρευστότητας, δυσεύρετος και ακριβός δανεισμός, έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων. Στο σημείο όμως που βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία, δεν αρκεί η απαρίθμηση προβλημάτων. Για να επανέλθουμε σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, χρειάζονται όχι μόνο περισσότερες, αλλά και πιο δυναμικές επιχειρήσεις, προσανατολισμένες στην εξωστρέφεια και στην παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες στον κόσμο διαμορφώνουν πολιτικές για να πετύχουν αυτό το στόχο. Σύμφωνα με έκθεση διεθνούς οίκου συμβούλων επιχειρήσεων σε 50 χώρες, το 30% αυτών που συμμετείχαν σκοπεύει να παραχωρήσει ευρύτερα επιχειρηματικά κίνητρα για να τονώσει τις επενδύσεις,ενώ το 22% σχεδιάζει να υιοθετήσει βελτιωμένα κίνητρα ειδικα στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης. Σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ο αριθμός των χωρών που υιοθετούν βελτιωμένα επιχειρηματικά κίνητρα αυξήθηκε κατά 27%, ενώ οι χώρες που παρέχουν εστιασμένα κίνητρα για Έρευνα και Ανάπτυξη αυξήθηκαν κατά 83%. Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι επτά ευρωπαϊκές χώρες προχωρούν στη θέσπιση μέτρων για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων από τη φετινή χρονιά, προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, παρ’ όλο που έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη κεφαλαίων, επενδύσεων και επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, φαίνεται να κινείται ακόμα στην αντίθετη κατεύθυνση. Όπως διαπιστώνεται και στην έκθεση, οι πρόσφατες αλλαγές στη φορολογία στην Ελλάδα θα οδηγήσουν σε αυξημένη φορολογική επιβάρυνση το 2017.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η χώρα έχει ελάχιστες ελπίδες να προσελκύσει νέες επενδύσεις και κεφάλαια. Η λύση για την αντιστροφή της κατάστασης, είναι ένα νέο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με λιγότερους φόρους και εισφορές σε βάρος της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης, με αποτελεσματικότερο έλεγχο των δαπανών,σε συνδυασμό με περισσότερες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στις αγορές, αλλά και περισσότερα κίνητρα και εργαλεία στήριξης της εξωστρέφειας και της καινοτομίας. Μόνο με αυτό τον τρόπο, θα στηριχθούν οι επενδύσεις που χρειάζονται για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, θα δημιουργηθούν νέες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Το όποιο δημοσιονομικό κόστος αυτών των μέτρων είναι βέβαιο ότι θα αντισταθμιστεί από την αύξηση του αριθμού των υπόχρεων φορολογίας και εισφοράς, από τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας κτλ. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί πλέον βιώσιμη επιλογή για τη χώρα ένα δημοσιονομικό μείγμα που στηρίζεται αποκλειστικά στη φορολογία και σε μέτρα που πλήττουν την οικονομική δραστηριότητα. Ας αποφασίσουμε τώρα, αν θέλουμε ανάπτυξη ή αν θα συνεχίσουμε να μετράμε λουκέτα και χαμένες θέσεις εργασίας.