Η Ελλάδα και οι άλλοι
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου προέδρου ΚΕΕ & ΕΒΕΑ
Σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη ανταγωνίζονται πλέον για την προέλκυση εύπορων ιδιωτών, δηλαδή φυσικών προσώπων με υψηλά εισοδήματα από μετοχές, ομόλογα, ακίνητα και άλλες επενδυτικές τοποθετήσεις. Στα πρόσωπα αυτά παρέχεται η δυνατότητα χρήσης ενός φιλικού θεσμικού πλαισίου διαμονής, με επίκεντρο την ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Στις περισσότερες χώρες η φορολογική αυτή προσέγγιση εστιάζει στην κατ’ αποκοπήν ετήσια επιβάρυνση με ένα σταθερό ποσό και στην απαλλαγή από κάθε άλλη υποχρέωση. Η στρατηγική αυτή, την οποία εφαρμόζουν ήδη εδώ και χρόνια μικρότερες χώρες όπως η Μάλτα, η Ιρλανδία, το Μονακό, η Κύπρος και το Λουξεμβούργο, υιοθετείται πλέον από περισσότερα, μεγαλύτερα και οικονομικά ανεπτυγμένα κράτη, όπως η Ολλανδία, η Γαλλία, η Ισπανία και – πιο πρόσφατα – η Ιταλία.
Αφορμή για τη διεύρυνση του ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο πεδίο ήταν η επί τα χείρω αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου για τους φορολογικούς κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου, σε συνδυασμό με τις συνθήκες αβεβαιότητας που διαμορφώνονται ενόψει του Brexit. Η προσέλκυση των ευκατάστατων ιδιωτών που είχαν εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στο Λονδίνο αξιοποιώντας το ιδιαίτερα ευνοϊκό προηγούμενο καθεστώς, αποτελεί στόχο για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και γι’ αυτές που παραδοσιακά εφαρμόζουν καθεστώς υψηλής φορολογίας. Ο λόγος είναι προφανής: τα έσοδα και το ευρύτερο οικονομικό όφελος που προσδοκούν οι χώρες αυτές από την εγκατάσταση υψηλής αξίας ιδιωτών, με τη μορφή καταναλωτικών δαπανών για προϊόντα και υπηρεσίες, ώθησης στην αγορά ακινήτων και τόνωσης των τοπικών αγορών, αλλά και ενδεχόμενων επενδύσεων σε τοπικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, αντισταθμίζουν και με το παραπάνω το όποιο κόστος των παρεχόμενων φορολογικών κινήτρων.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, αντί να πρωταγωνιστεί θετικά στο παιχνίδι αυτό, κινδυνεύει να μετατραπεί σε – παράπλευρο, έστω – θύμα του. Το μόνο κίνητρο που έχει νομοθετηθεί τα τελευταία χρόνια για την προσέλκυση ξένων φορολογικών κατοίκων ήταν η χορήγηση βίζας για μη Ευρωπαίους πολίτες που αγοράζουν ακίνητα αξίας άνω των 250.000. Πρόκειται για ένα μέτρο εξ αρχής «φτωχό» σε σχέση με τις παροχές ανταγωνιστικών χωρών της ευρύτερης περιοχής, το οποίο αποδυναμώθηκε περαιτέρω στη συνέχεια εξαιτίας της κρίσης και της πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας που κυριάρχησε τα προηγούμενα χρόνια. Σαν να μην έφτανε, όμως η απουσία ικανών κινήτρων, η Ελλάδα διακρίνεται και από μια πολιτική υπερφορολόγησης της επιχειρηματικότητας και των υψηλών εισοδημάτων, η οποία οδηγεί όλο και περισσότερες επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα στο δρόμο της φορολογικής μετανάστευσης.
Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η χώρα μας, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, χρειάζεται ιδιωτικά κεφάλαια και επενδύσεις για την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας της, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την αποκατάσταση των εισοδημάτων. Κι αντί να προσπαθεί με νύχια και με δόντια, να προσελκύσει τους Έλληνες αλλά και ξένους εύπορους επιχειρηματίες, από το Λονδίνο και αλλού, κινδυνεύει να χάσει και αυτούς που παραμένουν εδώ – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τομέα της ναυτιλίας.
Δυστυχώς, όσο επικρατούν ιδεοληψίες και μίζερες αντιλήψεις του χθες, η Ελλάδα θα συνεχίσει να χάνει ταλέντα και δυνατά μυαλά, κεφάλαια και ευκαιρίες. Ας το επαναλάβουμε, λοιπόν, για μια ακόμη φορά: το πρώτο βήμα για να ξαναφτιάξουμε την ελληνική οικονομία και μαζί τη χώρα μας, είναι η διαμόρφωση μιας σύγχρονης, ανταγωνιστικής, «έξυπνης» φορολογικής πολιτικής.