Σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις το 2017 θα είναι έτος ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, μετά από μεγάλο διάστημα ύφεσης και στασιμότητας. Ωστόσο, το κλίμα στην αγορά παραμένει αρνητικό, εκπέμποντας κάθε άλλο παρά εμπιστοσύνη και αισιοδοξία.
Όπως προκύπτει από έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο σε δείγμα 2.988 επιχειρήσεων, με τη συνεργασία της Λέσχης Επιχειρηματικότητας και των Επιμελητηρίων της χώρας, 8 στους 10 συμμετέχοντες θεωρούν ότι η γενική οικονομική κατάσταση θα επιδεινωθεί σημαντικά το τρέχον έτος. Η απαισιοδοξία είναι εμφανής και ως προς την εξέλιξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Λιγότερες από 2 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι αύξησαν τον κύκλο εργασιών τους το 2016, ενώ για τη συντριπτική πλειονότητα ο κύκλος εργασιών είτε παρέμεινε σταθερός, είτε μειώθηκε. Για το 2017 περίπου 3 στις 10 επιχειρήσεις εκτιμούν ότι ο κύκλος εργασιών τους θα μείνει στάσιμος, ενώ το 51% αναμένει νέα μείωση.
 
Ως υπ’ αριθμόν ένα εμπόδιο στην ανάπτυξή τους, οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν την υψηλή φορολογία, ενώ ακολουθούν η πολιτική αστάθεια, η έλλειψη ρευστότητας και οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές. Ειδικότερα, η φορολογία με ποσοστό που αγγίζει το 40% αναδεικνύεται ως το σημαντικότερο πρόβλημα, υποσκελίζοντας για το 2017 τη πολιτική αστάθεια, που είχε αναδειχθει πρώτη στην αντίστοιχη έρευνα του 2016.
Πλέον της υψηλής φορολογίας, το μείζον πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τις περισσότερες επιχειρήσεις, καθώς η ζήτηση παραμένει ασθενική, η πρόσβαση σε χρηματοδότηση συνεχίζει να είναι περιορισμένη έως και αδύνατη, ειδικά για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, ενώ πρόσθετα εμπόδια δημιουργούν και οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, που παραμένουν σε ισχύ. Το 67% των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσε ότι η κατάσταση όσον αφορά τη ρευστότητα επιδεινώθηκε το 2016, ενώ 6 στους 10 αναμένουν νέα επιδείνωση το 2017.
 
Υπό τις συνθήκες αυτές δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η πλειονότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της σε εφορία και ασφαλιστικούς οργανισμούς, ΔΕΚΟ, τράπεζες, εργαζόμενους και προμηθευτές. Περισσότερες από 8 στις 10 πολύ μικρές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι το 2017 θα είναι δύσκολο ή πολύ δύσκολο να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Το ίδιο ισχύει και για το 69% των μικρών και το 47% των μεσαίων επιχειρήσεων αντίστοιχα. Αναπόφευκτη συνέπεια είναι οι καθυστερήσεις στις πληρωμές, οι οποίες έχουν γίνει πλέον κανόνας στην αγορά, επιδεινώνοντας τη θέση των επιχειρήσεων, αφού μόλις το 10% του δείγματος της έρευνας δηλώνει ότι πληρώνεται στην ώρα του.
 
Στους μήνες που μεσολάβησαν από την πραγματοποίηση της έρευνας, η μόνη θετική εξέλιξη ήταν η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και ο περιορισμός της αβεβαιότητας που είχε δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα, λόγω της παρατεταμένης διάρκειας των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο τα αγκάθια της υψηλής φορολογίας και της ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας παραμένουν. Εάν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα για την αντιμετώπισή τους, η όποια θετική μεταβολή του ΑΕΠ θα είναι τουλάχιστον κατώτερη των προσδοκιών. Μείωση της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αποπληρωμή οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες και αποτελεσματική εφαρμογή του μηχανισμού εξωδικαστικής ρύθμισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι θέματα που πρέπει να τεθούν σε προτεραιότητα στο αμέσως επόμενο διάστημα. Ας κατανοήσουν όλοι ότι ανάπτυξη και υγιής οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει όσο η αγορά και οι επιχειρήσεις νοσούν.