Η γραφειοκρατία και τα ακίνητα
Οι ιστορίες τρέλας που αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις και πολίτες
Η γραφειοκρατία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και δυστυχώς, παρά τις δεσμεύσεις και τις εξαγγελίες στο πλαίσιο διαδοχικών μνημονίων, δεν φαίνεται να έχει αντιμετωπιστεί τουλάχιστον όχι σε ικανό βαθμό. Οι ιστορίες τρέλας που αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις και πολίτες, σε κάθε είδους συναλλαγή στην οποία εμπλέκεται η δημόσια διοίκηση, όχι μόνο δεν μειώνονται αλλά – σε αρκετές περιπτώσεις – φαίνονται να πυκνώνουν.
Ενδεικτικό παράδειγμα, αποτελεί η μεταβίβαση ακινήτων, η οποία έχει εξελιχθεί σε μαραθώνιο γραφειοκρατίας για πωλητές και αγοραστές. Για τις περισσότερες περιπτώσεις μεταβίβασης απαιτούνται περισσότερα από 10 δικαιολογητικά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο αριθμός των δικαιολογητικών μπορεί να φθάσει και τα 22, χωρίς βεβαίως να είναι κανείς σίγουρος ότι δεν θα αυξηθούν. Κι αυτό γιατί ακόμα και το μόνο δικαιολογητικό που είχε καταργηθεί τα τελευταία χρόνια, η βεβαίωση περί μη οφειλής Τέλους Ακίνητης Περιουσίας στους ΟΤΑ, επανήλθε πρόσφατα με το πολυνομοσχέδιο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εάν δε η συναλλαγή εμπλέκει τραπεζική χρηματοδότηση, οι απαιτούμενες διαδικασίες, έγγραφα και δικαιολογητικά σχεδόν διπλασιάζονται. Ο όγκος της γραφειοκρατίας είναι τόσο μεγάλος που, πολύ συχνά οι συναλλασσόμενοι πρέπει να πληρώσουν για υπηρεσίες νομικής υποστήριξης.
Επιπλέον πρόβλημα είναι και το γεγονός ότι παρ’ όλα τα δεκάδες δικαιολογητικά που απαιτεί το δημόσιο για να βεβαιωθεί ότι τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα είναι «καθαρά» σύμφωνα με το νόμο, ο αγοραστής παραμένει στο σκοτάδι. Οποιοσδήποτε επιχειρήσει σήμερα να αγοράσει έκταση γης στην Ελλάδα, είτε είναι ιδιώτης είτε είναι εταιρία, είναι αδύνατον να γνωρίζει από πριν με βεβαιότητα αν μπορεί να την αξιοποιήσει και με ποιό τρόπο. Κι αυτό γιατί η χώρα εξακολουθεί να μη διαθέτει, στις περισσότερες περιοχές, σαφή χωροταξικό σχεδιασμό με κωδικοποίηση των επιτρεπόμενων χρήσεων γης, ενώ ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκύψει εμπλοκή με δασικά και αρχαιολογικά ζητήματα.
Σε όλα αυτά, βεβαίως, προστίθεται και η υψηλή φορολογία που επιβαρύνει τόσο την κατοχή όσο και τη μεταβίβαση των ακινήτων και κυρίως – ένα δαιδαλώδες και ασταθές φορολογικό σύστημα, το οποίο μεταβάλλεται διαρκώς, με αποτέλεσμα κανείς να μη γνωρίζει σε μεσοπρόθεσμο, έστω, ορίζοντα τι θα κληθεί να πληρώσει για την ακίνητη περιουσία του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ανάκαμψη της - κρίσιμης για την ελληνική οικονομία – αγοράς ακινήτων καθίσταται δύσκολη έως αδύνατη. Ένας τομέας με εξαιρετικές δυνατότητες για την προσέλκυση επενδύσεων και την ανάπτυξη τόσο των αστικών κέντρων όσο και της Περιφέρειας, παραμένει δέσμιος της αδυναμίας του κράτους να δημιουργήσει ένα σύγχρονο, ξεκάθαρο και ανταγωνιστικό πλαίσιο, στο οποίο η αγορά ακινήτου δεν θα ισοδυναμεί με δοκιμασία αντοχών.
Το κράτος οφείλει, επιτέλους, να αναπτύξει ικανούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και να πάψει να χρησιμοποιεί τη διαδικασία της μεταβίβασης ως μέσο για τη συγκέντρωση πληροφοριών και στοιχείων για το κάθε ακίνητο. Οφείλει να ξεκαθαρίσει επίσης το τοπίο ως προς τις χρήσεις γης, ώστε να είναι σαφές το τι μπορεί να κάνει κανείς με το ακίνητο που αγοράζει. Τέλος, είναι απαραίτητη η ριζική αναμόρφωση της φορολογίας των ακινήτων, όχι μόνο προς την κατεύθυνση της μείωσης των σχετικών επιβαρύνσεων, αλλά κυρίως της σταθερότητας, της προβλεψιμότητας, της σαφήνειας και της απλούστευσης του ισχύοντος πλαισίου. Η αγορά ακινήτων μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αρκεί να πάψει να αντιμετωπίζεται ως εύκολη λύση για την κάλυψη των αδυναμιών του κράτους.