Η ανάγκη μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής
Η αύξηση που παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία είναι σαφώς ένα ενθαρρυντικό σημάδι ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, τόσο τα μεγέθη όσο και η ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής βρίσκονται ακόμη σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, σε σχέση με τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας. Η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την αύξηση του όγκου και της προστιθέμενης αξίας των παραγόμενων προϊόντων, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Δυστυχώς, η προσπάθεια αυτή ξεκινά από πολύ χαμηλά, όπως προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και το Κέντρο Ερευνών και Μελετών του ΕΒΕΑ. Τα συμπεράσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τη φθίνουσα πορεία του κλάδου της μεταποίησης, όχι μόνο στο διάστημα της οικονομικής κρίσης, αλλά τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και πριν την εκδήλωση της κρίσης, την περίοδο 1995-2007, ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής σημείωσε μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής μόλις 0,6%. Από το 2008, που ξεκίνησε η ύφεση μέχρι και το 2013, η βιομηχανική παραγωγή ουσιαστικά κατέρρευσε, με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 6%. Σωρρευτικά, κατά την πενταετία αυτή, ο κλάδος συρρικνώθηκε κατά 30% και μόνο κατά τα έτη 2014 και 2015 σημειώθηκε μικρή αύξηση, κατά 1,8% και 1,9% αντίστοιχα. Σε επίπεδο εικοσαετίας, η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 19,5%.
Η αποσάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας αποτυπώθηκε στη δραστική μείωση των επενδύσεων, του αριθμού των μεταποιητικών επιχειρήσεων, αλλά και του αριθμού των απασχολούμενων. Το 2013 οι επενδύσεις είχαν διαμορφωθεί στα επίπεδα του 2015, μετά από διαδοχικές περιόδους ανόδου και κάμψης. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις ήταν λιγότερες από τις μισές σε σύγκριση με το 1995 –2.845 έναντι 5.814– ενώ είχαν χαθεί συνολικά 80.090 θέσεις εργασίας. Πτωτική πορεία, όμως, παρουσιάζει και η ακαθάριστη αξία παραγωγής της μεταποίησης, η οποία μειώθηκε από 46 δισ. ευρώ το 2008 σε 42,3 δισ. ευρώ το 2013, ενώ η προστιθέμενη αξία παραγωγής μειώθηκε από 36%-40% της ακαθάριστης αξίας μέχρι το 2005, σε 22% και 23% κατά τα έτη 2012 και 2013, αντίστοιχα.
Ουσιαστικά, η ελληνική βιομηχανία αποτελεί αυτήν τη στιγμή έναν σχετικά μικρό σε μέγεθος κλάδο στην ελληνική οικονομία, όπου κυριαρχούν οι υπηρεσίες. Η μελέτη των στοιχείων δείχνει ότι, αν αφαιρέσουμε τις εξαγωγές, η εγχώρια παραγωγή καλύπτει ποσοστό μόλις 26% της εγχώριας κατανάλωσης, ενώ το υπόλοιπο 74% ικανοποιείται από τις εισαγωγές.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι απαιτείται ακόμη πολλή προσπάθεια, προκειμένου να αυξηθεί τόσο η εγχώρια παραγωγή όσο και η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Υπάρχει αδήριτη ανάγκη για μια νέα βιομηχανική πολιτική, η οποία θα περιλαμβάνει την παροχή κινήτρων για τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων μεταποιητικών μονάδων, αλλά και την προσέλκυση νέων επενδύσεων κυρίως από το εξωτερικό, την εφαρμογή μιας νέας στρατηγικής για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, την άρση μιας σειράς αντικινήτρων και εμποδίων, σε όλο το φάσμα της επενδυτικής διαδικασίας, το σχεδιασμό μιας εθνικής πολιτικής ενέργειας, με σκοπό τη μείωση του κόστους και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, αλλά και την ενθάρρυνση της καινοτομίας και τη στενότερη διασύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τον κόσμο της παραγωγής. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση μιας σειράς δυναμικών κλάδων, οι οποίοι –όπως προκύπτει από έγκριτες μελέτες– μπορούν να αποτελέσουν βασικούς πυλώνες για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ αυτών είναι ο αγροτοδιατροφικός τομέας, η εφοδιαστική αλυσίδα, η ενέργεια, η χημική και η φαρμακευτική βιομηχανία, ο τομέας της υγείας, η ενέργεια και η περιβαλλοντική βιομηχανία, καθώς και οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών.
Μέσα από την υλοποίηση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής, με τις παραπάνω προδιαγραφές, μπορούμε να ελπίζουμε στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, στην παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και εξειδίκευσης σε ανταγωνιστικές τιμές, αλλά και στη δημιουργία νέων, πλήρους απασχόλησης και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Πρόκειται για μια προσπάθεια η οποία θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα παραγωγικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.