Κοινωνική πολιτική και ανάπτυξη
Για δεύτερη χρονιά φέτος, η κυβέρνηση προγραμματίζει τη διανομή κοινωνικού μερίσματος σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, αξιοποιώντας την πρόσθετη ρευστότητα που προέκυψε από την υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα. Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη να στηριχθούν οι άνεργοι και οι οικονομικά πιο αδύναμοι συμπολίτες μας. Η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής ορθώς αποτελεί - και οφείλει να παραμείνει – πολιτική προτεραιότητα, σε μια χώρα η οποία βιώνει τον εφιάλτη της οικονομικής κρίσης εδώ και οκτώ σχεδόν χρόνια.
Ο στόχος αυτός, όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα μείγμα πολιτικής που καθηλώνει την ανάπτυξη και ουσιαστικά πολλαπλασιάζει τη φτώχεια. Το υπερπλεόνασμα που προορίζεται για διανομή δεν προήλθε από την επίτευξη ταχύτερων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά από την επιλογή να αφαιρεθούν περισσότεροι πόροι από την πραγματική οικονομία, μέσω της υπερφορολόγησης και της παρακράτησης πολύτιμης ρευστότητας από την αγορά.
Προήλθε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από την επιβολή πρόσθετων, δυσβάσταχτων φορολογικών μέτρων σε μια ήδη εξαντλημένη μεσαία τάξη, από την καθυστέρηση στην έκδοση συντάξεων, από τη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς ιδιώτες, αλλά και από την περικοπή δαπανών για δημόσιες επενδύσεις, σε μια περίοδο όπου η οικονομία, η αγορά και η κοινωνία έχουν ανάγκη από οξυγόνο, με τη μορφή νέων έργων, επενδύσεων και θέσεων εργασίας.
Πρόκειται για ένα αντιαναπτυξιακό μείγμα, το οποίο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απώλεια θέσεων εργασίας και εισοδημάτων, στην αύξηση και όχι στον περιορισμό της φτώχειας. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποτελεί υπόδειγμα αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής η διανομή 1,2 δισ. ευρώ από το υπερπλεόνασμα του 2017, όταν μόνο για το 2018 προβλέπεται η μείωση των κοινωνικών επιδομάτων κατά 1,6 δισ. ευρώ.
Πάγια θέση της επιχειρηματικής κοινότητας είναι ότι ο μόνος βιώσιμος τρόπος για να φθάσουν περισσότεροι πόροι στην κοινωνία, είναι να παραχθούν στο πλαίσιο μιας σταθερά και δυναμικά αναπτυσσόμενης οικονομίας. Ο στόχος αυτός είναι αδύνατον να επιτευχθεί όταν όλο και περισσότερες επιχειρήσεις κλείνουν η περιορίζουν τη δραστηριότητά τους στη χώρα. Είναι επίσης αδύνατον να επιτευχθεί, όταν η Ελλάδα χάνει διαρκώς έδαφος στις διεθνείς κατατάξεις για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της και τις συνθήκες άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας – με πρόσφατο παράδειγμα την απώλεια έξι θέσεων το 2017 στην κατάταξη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Είναι επομένως επιτακτικότερη από ποτέ η ανάγκκη για αναθεώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής και εφαρμογή γενναίων πολιτικών, με σκοπό την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Σε πρώτο επίπεδο, είναι απαραίτητο να αξιοποιηθεί ικανό μέρος από το υπερπλεόνασμα του 2017 για την αποπληρωμή οφειλών προς ιδιώτες, αλλά και για την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Στόχος της χώρας, επίσης, δεν είναι να κάνει πρωταθλητισμό στην λιτότητα, αλλά να αποκτήσει τα δημοσιονομικά περιθώρια για να τονωθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, μέσω της μείωσης της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών.
Στο πλαίσιο αυτό, η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα οφείλει να αποτελέσει κοινή βάση διεκδίκησης απέναντι στους δανειστές, για το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων του τόπου.
Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις για τη ριζική αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης και τον εκσυγχρονισμό του κανονιστικού περιβάλλοντος που διέπει τις επενδύσεις, για τη στήριξη της Μικρομεσαίας Επιχείρησης και την ουσιαστική αναβάθμιση του πλαισίου για την αξιοποίηση της γνώσης, της έρευνας και της καινοτομίας.
Οι πολίτες και οι επιχειρήσεις του τόπου έχουν πληρώσει μέχρι τώρα πολύ ακριβά το τίμημα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι αντοχές ωστόσο, έχουν πλέον εξαντληθεί. Αν θέλουμε από εδώ και πέρα πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και πόρους για τη στήριξη των οικονομικά αδύναμων, χρειάζεται δραστική αλλαγή πολιτικής.