Η στρατηγική επιλογή της Αποτροπής έναντι της Τουρκίας
Η διαρκής επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, απότοκος του νέου δόγματος εθνικής ασφάλειας του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016, και η αναιμική ελληνική αντίδραση ακολούθως ανέδειξε την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού εκ μέρους του ελληνικού συστήματος εθνικής ασφάλειας και κατ’ επέκταση αποκάλυψε την αδυναμία της ελληνικής πλευράς να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη νέα διάσταση της εξ Ανατολών απειλής.
Παράλληλα, πυροδότησε εκ νέου τον διάλογο σε διάφορα fora για το δέον γενέσθαι της ελληνικής πλευράς ως προς την ενδεδειγμένη στρατηγική προσέγγιση έναντι της γείτονος, θέτοντας το ζήτημα της Αποτροπής εκ νέου στο προσκήνιο.
Ο διάλογος διεξάγεται υπό καθεστώς σύγχυσης και διακρίνεται από αδυναμία σύγχρονων προτάσεων πολιτικής, ιδίως στο στρατηγικό επίπεδο, που να απηχούν τα δεδομένα του 21ου αιώνα, απόρροια της διαχρονικής εσωστρέφειας, της ακινησίας, της ύπαρξης στεγανών (stovepipes) και της έλλειψης κουλτούρας συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών (που οδηγεί στο έλλειμμα κοινής αντίληψης περί των δεδομένων που αφορούν την ανάγνωση του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος, των απειλών και των κινδύνων), παθογένειες που εξακολουθούν να υφίστανται και δυσχεραίνουν το έργο των πυλώνων που συγκροτούν τον μηχανισμό εθνικής ασφάλειας, με αποτέλεσμα την έλλειψη ορθής εκτίμησης (Threat Assessment) της τουρκικής απειλής (ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά) και της διαμορφούμενης ή της δυνητικά διαμορφούμενης κατάστασης (Situational Awareness) στα πεδία του Αιγαίου, της Θράκης και της Κύπρου. Ως εκ τούτου, υιοθετείται από πολλούς διαμορφωτές γνώμης η Αποτροπή με γενικό τρόπο ως η ενδεδειγμένη αμυντική στρατηγική προσέγγιση για την αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, χωρίς να διευκρινίζεται κατ’ αρχάς ποιο είναι το προτεινόμενο/αναγκαίο μοντέλο Αποτροπής επί τη βάσει του σκοπού, ήτοι η Αποτροπή μέσω απειλής τιμωρίας του αντιπάλου που αφορά δυνητική επιβολή αντιποίνων (Deterrence by Punishment) ή η Αποτροπή μέσω άρνησης των στόχων και δυνατοτήτων του αντιπάλου (Deterrence by denial).
Παράλληλα, δεν επισημαίνεται το είδος της προτεινόμενης Αποτροπής, ήτοι Αποτροπή με την ευρεία έννοια (general) ή περιορισμένη (narrow), Πλήρους Φάσματος (Full Spectrum), Συμβατική (Conventional) -ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, καθώς οι δύο χώρες δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα-, Εκτεταμένη (Extended) - περιλαμβάνει και τρίτη χώρα, εν προκειμένω την Κύπρο (όπως ίσχυε με το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου), Αμεση (Direct), Διαδοχικών Σταδίων (Phase Deterrence), που δύναται να περιλαμβάνει και Ελεγχο Κλιμάκωσης (Escalation Control), φτάνοντας ως την Ενδοπολεμική Αποτροπή (Intra - War Deterrence), ενώ δεν εξετάζεται αν η όποια προτεινόμενη επιλογή ανταποκρίνεται στο πλαίσιο της υψηλής στρατηγικής που έχει τεθεί ή που πρόκειται να τεθεί για τη χώρα, πως συμβαδίζει με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των θεάτρων επιχειρήσεων, σε τι χρονικό ορίζοντα αναφέρεται, με ποια μέσα και δυνατότητες επιτυγχάνεται και αν η χώρα δύναται να έχει στη διάθεσή της αυτές τις δυνατότητες (capabilities) και σε ορισμένο χρονικό πλαίσιο, ακολουθούσα ένα συγκεκριμένο ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο με έμφαση στην Αποτροπή. Η Ελλάδα στο λυκαυγές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα αντιμετωπίζει την αναβαθμισμένη τουρκική απειλή με παρωχημένη ψυχροπολεμική λογική σε ό,τι αφορά το ζήτημα της Αποτροπής.
Απέναντί της βρίσκεται η αναθεωρητική, αυταρχική Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, η οποία τελεί υπό καθεστώς εθνικιστικού παροξυσμού και ανεκπλήρωτου μεγαλείου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016 και εφαρμόζει ένα δόγμα εθνικής ασφάλειας που προκρίνει την προληπτική στρατιωτική δράση όπου διακυβεύονται ζωτικά τουρκικά συμφέροντα, επιδιδόμενη σε ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα με αυξημένες επιθετικές δυνατότητες .
Το γεγονός που διαφοροποιεί επί τα χείρω την προβληματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής από την ελληνική πλευρά στην τρέχουσα περίοδο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, δημιουργώντας συνθήκες στρατηγικού αιφνιδιασμού3 της Αθήνας, καθιστώντας παντελώς παρωχημένη την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θεώρηση, έγκειται στην υιοθέτηση από την Αγκυρα πτυχών των υβριδικών δογμάτων της Ρωσίας και της Κίνας, συμβεβλημένων με την ευρύτερη στρατηγική «Αιχμηρής Ισχύος», την οποία ακολουθεί η Τουρκία. Καθώς τα νέα υβριδικά δόγματα βασίζονται στον στρατηγικό αιφνιδιασμό και την επίτευξη τετελεσμένων σε περιορισμένο χρόνο και τόπο, προκρίνεται η Αποτροπή διά της Αρνησης, καθώς καθιστά τον στόχο του αναθεωρητικού κράτους είτε αδύνατο να επιτευχθεί είτε ιδιαίτερα κοστοβόρο, με το κόστος να υπερβαίνει σαφώς το όφελος, καθώς επιμηκύνεται ο χρόνος επιτυχούς αποτελέσματος, οδηγώντας τον επιτιθέμενο εξαρχής στη λογική της φθοράς (attrition).
Επιβάλλεται συνεπώς να υιοθετηθεί ένα συνδυαστικό συνεκτικό σχέδιο αντιμετώπισης της αναθεωρητικής Τουρκίας στη βάση μιας καθολικής προσέγγισης (whole of government) με επιμέρους στρατηγικές, αλληλοσυνδεόμενες με την Υψηλή Στρατηγική της χώρας. Οι απλουστευτικές και πρόχειρες προσεγγίσεις σε μια περίοδο τεκτονικών αλλαγών σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο λειτουργούν εν τέλει εις βάρος των δυνατοτήτων και προοπτικών της χώρας να δημιουργήσει ένα πλέγμα ασφάλειας προς υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος.
*Στρατηγικού αναλυτή, εταίρου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης. Το παρόν άρθρο αποτελεί μια σύνοψη πτυχών του άρθρου που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Foreign Affairs the Hellenic Edition», Δεκέμβριος 2018-Ιανουάριος 2019