Αλλαγές στις οποίες η Αγκυρα αντιδρά, αλλά κατά τα φαινόμενα θα τις αποδεχθεί, ύστερα από συνεννοήσεις με την Ουάσιγκτον, που βρίσκονται σε εξέλιξη τώρα διά του κ. Οϊμέν.

Η εξέλιξη αυτή αποτελεί πλήγμα για το γόητρο του προέδρου Τ. Ερντογάν και ένας τρόπος αντιστάθμισής της είναι η επικύρωση της αγοράς των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, έτσι ώστε να εδραιωθεί η άποψη ότι η Τουρκία αποτελεί μια σχεδόν αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, που δεν εξαρτάται πλήρως από το ΝΑΤΟ στο αμυντικό επίπεδο, αλλά και από την ΕΕ στον πολιτικοοικονομικό τομέα.

Δι’ αυτού του τρόπου η Αγκυρα ενδεχομένως προωθεί μοντέλα «ειδικών σχέσεων» με τους δυτικούς συμμάχους της, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, που θα αυξήσουν εσωτερικώς την εθνο-πατριωτική δημοφιλία του κ. Ερντογάν, ο οποίος όμως θα εξαναγκαστεί στα σοβαρά να αντιμετωπίσει και διευθετήσει τις αλλαγές συνόρων σε βάρος της σημερινής Τουρκίας από την ύπαρξη και λειτουργία με μεγάλη διεθνή υποστήριξη τού ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι η Ουάσιγκτον αντιδρά σχεδόν ουδέτερα στην τουρκική αγορά των ρωσικών S-400 και την αποσυνδέει από την πώληση των αμερικανικών αεροσκαφών F-35 στην Αγκυρα. Το ίδιο παρατηρείται και από πλευράς ΝΑΤΟ. Οι απαντήσεις ίσως δοθούν στην επικείμενη συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν στη Νέα Υόρκη στο τέλος του μήνα.

Το μεγάλο ζητούμενο είναι αν η Τουρκία, ως ιδιόμορφο πλέον μέλος του ΝΑΤΟ, θα διασυνδέσει μεταξύ τους τα ρωσικά αμυντικά συστήματα με τα υπάρχοντα αμερικανικά (π.χ. συστήματα PATRIOT), σε μια απόλυτη επίδειξη ισχύος.

Σε μια τέτοια περίπτωση εγείρεται το θέμα τι θα πράξει και η Ελλάδα, που διατηρεί επί πολλά χρόνια στο έδαφός της τα ρωσικά συστήματα προηγούμενης γενιάς S-300, αχρηστευμένα πλήρως κατ’ εντολή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.