ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η ελληνοτουρκική συνάντηση Κορυφής και η «αλλαγή σελίδας»
Δεν είναι κακό να συζητάμε ή να κάνουμε ότι συζητάμε. Κακό είναι να έχουμε ψευδαισθήσεις ότι η συζήτηση μπορεί να καταλήξει κάπου καλά
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δημοσιογράφο θυμάμαι και την ίδια επίμονη και επαναλαμβανόμενη ατάκα πολιτικών και συναδέλφων κάθε φορά που υπήρχε ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής: «Οι σχέσεις μας αλλάζουν σελίδα». Φυσικά, αυτό ποτέ δεν έγινε. Οι σχέσεις δεν άλλαξαν ποτέ σελίδα, γιατί η Τουρκία ποτέ δεν άλλαξε πολιτική.
Για να είμαστε ακριβείς, σε κάποια θέματα υπήρξε όντως αλλαγή σελίδας, αλλά αυτή ήταν προς το χειρότερο. Είχε να κάνει με την επιδείνωση της τουρκικής αναθεωρητικής ατζέντας, την οποία η Άγκυρα φόρτωνε και φορτώνει με επιπλέον διεκδικήσεις είτε λόγω είτε στην πράξη. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι μία τέτοια περίπτωση αλλαγής, όχι απλώς σελίδας αλλά πίστας στην τουρκική επιθετικότητα. Όπως και η απόπειρα εισβολής στον Έβρο. Όπως και όσα διαδραματίστηκαν το καλοκαίρι του ’20 σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, όπου ο Ερντογάν είχε ζητήσει από τους στρατηγούς του να βυθίσουν ελληνικό πλοίο ή να καταρρίψουν ελληνικό μαχητικό. Αυτοί τότε, έχοντας αντιληφθεί τι γίνεται στο πεδίο, σοφά ποιούντες, του εξήγησαν ότι είναι καλύτερα να μην αποπειραθούν. Ακολούθησε ο εμβολισμός της τουρκικής φρεγάτας από την ελληνική και η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Υπενθυμίζουμε αυτά, διότι, με αφορμή τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας, εμφανίστηκε πάλι ο απέθαντος τίτλος περί «αλλαγής σελίδας», αν και η αλήθεια είναι με μικρότερη συχνότητα και με λιγότερο κατηγορηματικό τρόπο σε σχέση με παλαιότερα. Αισθητή, δε, έκανε την παρουσία της η έτερη αγέραστη ατάκα για «μικρό καλάθι», η οποία εν προκειμένω είναι η ενδεδειγμένη.
Η Τουρκία έχει βρεθεί σε ανάγκη, οικονομική και εξοπλιστική κυρίως, καθώς και σε διπλωματική πίεση (ή μη και απειλή, αμερικανική) για τη Σουηδία και αυτό την ανάγκασε σε τακτικό ελιγμό αναδίπλωσης. Μηδένισε τις παραβιάσεις στο Αιγαίο για να αφαιρέσει επιχειρήματα από τον Μενέντεζ και το Κογκρέσο και να διευκολύνει τον Μπάιντεν στην επιχειρηματολογία του υπέρ ης αποδέσμευσης των F-16 και στο έτερο σκέλος, αυτό της Σουηδίας, ανέκρουσε (κατ’ αρχάς) πρύμναν για τους ίδιους λόγους. Η ουσία της πολιτικής της παραμένει αναλλοίωτη και ενεργή. Τίποτα απολύτως από την αναθεωρητική της ατζέντα δεν έχει αλλάξει. Κανένας καλοπροαίρετος διάλογος μαζί της εκ μέρους μας δεν πρόκειται να αναιρέσει αυτή την πραγματικότητα.
Τότε γιατί συναντήθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Ταγίπ Ερντογάν; Από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός έχει ξεκαθαρίσει ότι το μοναδικό θέμα προς συζήτηση είναι ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα, μια καλή απάντηση είναι ότι η συνάντηση έγινε για να κερδίσουμε χρόνο όσο τρέχουν τα εξοπλιστικά μας και για να εκτονώσουμε τις πιέσεις συμμάχων που έχουν τις δικές τους προτεραιότητες, ξορκίζουν μία ελληνοτουρκική σύγκρουση και πολύ θα επιθυμούσαν «να τα βρούμε». «Να τα βρούμε», βέβαια, δεν πρόκειται και ας λέγονται και γράφονται διάφορα, διότι η Τουρκία δεν έχει καμία διάθεση «να τα βρει» μαζί μας. Να επιβάλει θέλει, αυτά που δεν μπορούν και δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτά από καμία ελληνική κυβέρνηση. Εν κατακλείδι: Δεν είναι κακό να συζητάμε ή να κάνουμε ότι συζητάμε. Κακό είναι να συζητάμε έχοντας ψευδαισθήσεις ότι η συζήτηση με την Τουρκία μπορεί να καταλήξει κάπου καλά.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 13/7
Για να είμαστε ακριβείς, σε κάποια θέματα υπήρξε όντως αλλαγή σελίδας, αλλά αυτή ήταν προς το χειρότερο. Είχε να κάνει με την επιδείνωση της τουρκικής αναθεωρητικής ατζέντας, την οποία η Άγκυρα φόρτωνε και φορτώνει με επιπλέον διεκδικήσεις είτε λόγω είτε στην πράξη. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι μία τέτοια περίπτωση αλλαγής, όχι απλώς σελίδας αλλά πίστας στην τουρκική επιθετικότητα. Όπως και η απόπειρα εισβολής στον Έβρο. Όπως και όσα διαδραματίστηκαν το καλοκαίρι του ’20 σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, όπου ο Ερντογάν είχε ζητήσει από τους στρατηγούς του να βυθίσουν ελληνικό πλοίο ή να καταρρίψουν ελληνικό μαχητικό. Αυτοί τότε, έχοντας αντιληφθεί τι γίνεται στο πεδίο, σοφά ποιούντες, του εξήγησαν ότι είναι καλύτερα να μην αποπειραθούν. Ακολούθησε ο εμβολισμός της τουρκικής φρεγάτας από την ελληνική και η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Υπενθυμίζουμε αυτά, διότι, με αφορμή τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας, εμφανίστηκε πάλι ο απέθαντος τίτλος περί «αλλαγής σελίδας», αν και η αλήθεια είναι με μικρότερη συχνότητα και με λιγότερο κατηγορηματικό τρόπο σε σχέση με παλαιότερα. Αισθητή, δε, έκανε την παρουσία της η έτερη αγέραστη ατάκα για «μικρό καλάθι», η οποία εν προκειμένω είναι η ενδεδειγμένη.
Η Τουρκία έχει βρεθεί σε ανάγκη, οικονομική και εξοπλιστική κυρίως, καθώς και σε διπλωματική πίεση (ή μη και απειλή, αμερικανική) για τη Σουηδία και αυτό την ανάγκασε σε τακτικό ελιγμό αναδίπλωσης. Μηδένισε τις παραβιάσεις στο Αιγαίο για να αφαιρέσει επιχειρήματα από τον Μενέντεζ και το Κογκρέσο και να διευκολύνει τον Μπάιντεν στην επιχειρηματολογία του υπέρ ης αποδέσμευσης των F-16 και στο έτερο σκέλος, αυτό της Σουηδίας, ανέκρουσε (κατ’ αρχάς) πρύμναν για τους ίδιους λόγους. Η ουσία της πολιτικής της παραμένει αναλλοίωτη και ενεργή. Τίποτα απολύτως από την αναθεωρητική της ατζέντα δεν έχει αλλάξει. Κανένας καλοπροαίρετος διάλογος μαζί της εκ μέρους μας δεν πρόκειται να αναιρέσει αυτή την πραγματικότητα.
Τότε γιατί συναντήθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Ταγίπ Ερντογάν; Από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός έχει ξεκαθαρίσει ότι το μοναδικό θέμα προς συζήτηση είναι ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα, μια καλή απάντηση είναι ότι η συνάντηση έγινε για να κερδίσουμε χρόνο όσο τρέχουν τα εξοπλιστικά μας και για να εκτονώσουμε τις πιέσεις συμμάχων που έχουν τις δικές τους προτεραιότητες, ξορκίζουν μία ελληνοτουρκική σύγκρουση και πολύ θα επιθυμούσαν «να τα βρούμε». «Να τα βρούμε», βέβαια, δεν πρόκειται και ας λέγονται και γράφονται διάφορα, διότι η Τουρκία δεν έχει καμία διάθεση «να τα βρει» μαζί μας. Να επιβάλει θέλει, αυτά που δεν μπορούν και δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτά από καμία ελληνική κυβέρνηση. Εν κατακλείδι: Δεν είναι κακό να συζητάμε ή να κάνουμε ότι συζητάμε. Κακό είναι να συζητάμε έχοντας ψευδαισθήσεις ότι η συζήτηση με την Τουρκία μπορεί να καταλήξει κάπου καλά.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 13/7