Η νέα καταστροφή που ενέσκηψε πρέπει να αποτελέσει ορόσημο για συνολική αλλαγή αντίληψης και πρακτικής. Αυτή πρέπει να είναι η τελευταία. Όχι γιατί δεν θα ξανασυμβεί, αλλά διότι οφείλουμε η επόμενη να μας βρει αλλιώς, με άλλα μυαλά.

Γράφαμε προ εβδομάδων ότι η έλλειψη κουλτούρας ασφαλείας είναι το αίτιο όλων των δεινών. Τονίζαμε χαρακτηριστικά: «Η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει όμηρος ιδεοληψιών, παρωχημένων αντιλήψεων και ύποπτων μειοψηφιών. Απλά δεν θα επιβιώσει. H NΔ έχει και ισχυρή εντολή και know how. Ας κάνει το αυτονόητο».

Την εντολή την έχει ακόμη νωπή, παρότι έχει τρωθεί.  Ο βασικός λόγος είναι ότι παραμέλησε την ασφάλεια, ενώ ένα πολύ μεγάλο μέρος του ποσοστού που πήρε αφορούσε ακριβώς την εντολή για ασφάλεια, σε όλες τις εκφάνσεις. Από την εφαρμογή σκληρής αντιμεταναστευτικής πολιτικής, μέχρι την πάταξη της εγκληματικότητας, την εθνική άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Αντ’ αυτού, μετά το bullying από εγχώρια και διεθνή δουλεμπορικά κυκλώματα, με αφορμή το μεθοδευμένο ναυάγιο της Πύλου, τα χερσαία σύνορα έγιναν σουρωτήρι και το Λιμενικό μετατράπηκε σε ταξί λαθρομεταναστών.

Οι επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των συνόρων έχουν μετατραπεί σε ιμάντες υλοποίησης του τουρκικού υβριδικού σχεδιασμού και πλουτισμού των δουλεμπόρων.  Οι γνωστές παραβατικές ομάδες αντί να κατασταλούν επιδοτούνται και θεωρούνται «ευάλωτες», ενώ ευάλωτοι είναι οι φορολογούμενοι που αποτελούν τα θύματά τους και οι οποίοι τους επιδοτούν δίχως να ερωτηθούν. Εκτός κι αν πιστεύει κανείς ότι οι Ρομά πληρώνουν φόρους. Τα προγράμματα «ένταξης» δεν λειτουργούν γιατί δεν θέλουν να ενταχθούν. Όσοι εξ αυτών θέλουν, εντάσσονται και χωρίς προγράμματα. Δεν μπορείς να εντάξεις κάποιον που ξεκινά να εκπαιδεύεται στην παρανομία και τη σκληρή εγκληματικότητα στον καταυλισμό από τη στιγμή που γεννιέται. Μόνο η εφαρμογή του νόμου μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά και να προστατεύσει την κοινωνία. Δεν νοείται συνέχιση κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος για την επιδότηση της εγκληματικότητας.

Η αποτυχία των υπηρεσιών ασφαλείας στα πρόσφατα γεγονότα είναι εμφανής. Η Αλεξανδρούπολη στοχοποιείται από τους βασικούς θιγόμενους, Τουρκία - Ρωσία, για να πληγεί ως ασφαλές γεωπολιτικό κέντρο. Το μήνυμα προς ΗΠΑ και άλλους είναι ότι «η επένδυσή σας δεν είναι ασφαλής». Η κυβέρνηση πρέπει να το γυρίσει, ειδάλλως ακόμα και η επενδυτική βαθμίδα θα τεθεί σε κίνδυνο. Κανείς δεν επενδύει σε χώρα μη ασφαλή και ευάλωτη σε ασύμμετρη υπονόμευση.  Ο πρωθυπουργός οφείλει να κινηθεί άμεσα ξεκινώντας από την αλλαγή δόγματος ασφαλείας:

■ Ανασύσταση της χωροφυλακής σε σύγχρονη εκδοχή, με ενισχυμένο επιχειρησιακό βραχίονα, αλλά και αντίστοιχο πληροφοριών.

■ Τερματισμός τοποθέτησης ακατάλληλων προσώπων σε νευραλγικά υπουργεία ένεκα ισορροπιών. Τελικά κοστίζει περισσότερο και πολιτικά.

■ Αλλαγή Ποινικού Κώδικα, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο άφεσης προσωρινά ελεύθερων προσώπων που πρέπει να μπαίνουν μέσα για παραδειγματισμό.

■ Απενοχοποίηση της έννοιας της ασφάλειας και της συμμετοχής πολιτών σε αυτή.

■ Όποιος επιχειρεί παράνομη είσοδο στη χώρα χάνει διά παντός το δικαίωμα αίτησης ασύλου.

■ Μεταφορά των παρανόμως εισερχομένων σε ακατοίκητο νησί με ανθρώπινες υποδομές μέχρι τον επαναπατρισμό. Έτσι πατάσσονται τα κυκλώματα και όχι διαφημίζοντας επιδόματα.

■ Εξάρθρωση ΜΚΟ που λειτουργούν ως βιτρίνες ξένων υπηρεσιών με υπονομευτική δράση, όπως καλώς γίνεται ήδη.

■ Κήρυξη λαθρομετανάστευσης σε μείζον θέμα εθνικής ασφαλείας, εφόσον στην Ελλάδα δεν πρόκειται για ανθρωπιστικό ζήτημα, αλλά για οργανωμένη ασύμμετρη απειλή από εχθρικό κράτος.

■ Νομική, γεωπολιτική και πολιτική αιτιολόγηση σε ΕΕ και λοιπούς θεσμούς, με εξήγηση προεκτάσεων στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.

■ Lobbying για αλλαγή πλαισίου στην ΕΕ με στήριξη από κράτη-μέλη με ανάλογο πρόβλημα.

■ Βαριές ποινές κάθειρξης σε «ευάλωτες» ομάδες που συστηματικά βιαιοπραγούν κατά αστυνομικών.

■ Αποσαφήνιση των κανόνων εμπλοκής των αστυνομικών για να κάνουν τη δουλειά τους δίχως φόβο, ότι από διώκτες θα γίνουν διωκόμενοι, και να είναι σαφής η όποια υπέρβαση.

■ Ριζική ανασυγκρότηση των υπηρεσιών πληροφοριών κατά τα πρότυπα γνωστών επιτυχημένων ξένων κρατών, αναβάθμιση των ανάλογων στρατιωτικών υπηρεσιών και ενίσχυση της επιχειρησιακής τους δράσης με ειδικά τμήματα.