Υπ’ αυτή την έννοια η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει μια ισχυρή δόση παράνοιας. Η φοβική ψυχολογία και η λογική του κατευνασμού βρήκαν το απόλυτο άλλοθι στην ευρωπαϊκή πορεία των πάντων, όπου αυτοί οι «πάντες» -οι κατοικοεδρεύοντες στην κακόφημη γειτονιά των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου- τυγχάνει να διεκδικούν τα πάντα από την Ελλάδα. Εδάφη, θάλασσες, αέρα, ονομασίες, πλουτοπαραγωγιές πηγές, πληθυσμούς, ό,τι νομίζει ότι μπορεί και προλάβει ο καθένας.

Οπότε η Ελλάδα σκέφθηκε το εξής: «Ως κράτος-μέλος της ΕΕ με δικαίωμα “βέτο’’, θα εξαρτήσω την πραγματική ή υποτιθέμενη ευρωπαϊκή πορεία των ενοχλητικών με την αλλαγή συμπεριφοράς τους». Μια χαρά. Μόνο που υπάρχει μία λεπτομέρεια. Η συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, το Διεθνές Δίκαιο και άλλα πολιτισμένα ως μέσo πίεσης είναι σωστή πολιτική, αλλά δεν μπορεί να είναι ο κύρια και βασική, μόνο επικουρική. Για έναν απλό λόγο: Οι περί ων ο λόγος γείτονες δεν νοιάζονται ούτε για το ευρωπαϊκό κεκτημένο ούτε για το Διεθνές Δίκαιο και εν πάση περιπτώσει δεν το ιεραρχούν υψηλότερα από αυτά που οι ίδιοι εκλαμβάνουν ως ζωτικά εθνικά συμφέροντά τους.

Για να το κάνουμε λιανά, αν η Τουρκία, η Αλβανία και τα Σκόπια έχουν να επιλέξουν μεταξύ του Διεθνούς Δικαίου ή των «ευρωπαϊκών κανόνων» και των εθνικών συμφερόντων τους, όπως τα αντιλαμβάνονται, δεν θα έχουν κανένα δισταγμό, κανένα δίλημμα, καμία αμφιταλάντευση. Ποτέ δεν είχαν. Ούτε βλέφαρο δεν θα πεταρίσουν. Η απάντηση για αυτούς είναι απλή. Η εθνική ατζέντα προέχει. Αν συμπίπτει και με τα υπόλοιπα, ακόμα καλύτερα.

Η Ελλάδα, πλαδαρή από τα χρόνια της τρυφής και της αποχαύνωσης και στη συνέχεια σοκαρισμένη από το γκούλαγκ του μνημονίου, ξέχασε τα βασικά. Η αποτροπή έδωσε τη θέση της σε φαντασιώσεις περί «εξευρωπαϊσμού» των τραμπούκων, η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας στην κλάψα, η οφειλόμενη άμεση αντίδραση όταν διακυβεύονται συμφέροντα σε ανύπαρκτα savoir vivre των διεθνών σχέσεων.

Μια επιλογή σωστή για τον καιρό που έγινε, αλλά συμπληρωματική και με ημερομηνία λήξης, ο «ευρωπαϊκός μοχλός πίεσης» προς την Τουρκία, ανάχθηκε σε συνταγή διά πάσαν νόσον. Απειλεί η Τουρκία στο Αιγαίο; Δεν έχει ΕΕ μέχρι να... συμμορφωθεί. Διώκει η Αλβανία την ελληνική μειονότητα; Θα μείνει εκτός ΕΕ. Προκαλούν τα Σκόπια με το όνομα και με χάρτες; Εκτός ΝΑΤΟ και ΕΕ μέχρι να μετανοήσουν. Κουτσοί - στραβοί στον Αγιο Παντελεήμονα.

Η Ελλάδα έκανε το θανάσιμο λάθος να κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Επειδή ένα διακομματικό τμήμα του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, συνεπικουρούμενο από ένα συνονθύλευμα χαζοχαρούμενων, αδαών, αδιάφορων και υπόπτων, θεώρησε αυτονόητο να ταυτίσει καθολικά και άκριτα τα εθνικά συμφέροντα με μια άνευ όρων ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, νόμιζε ότι όλοι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Οτι άπαντες είναι πρόθυμοι να υποτάξουν τα εθνικά οράματα σε μια νεφελώδη, αβέβαιη και άδηλη ως προς τους πραγματικούς στόχους ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Τελικά κανείς δεν σκεφτόταν έτσι. Ούτε οι έξω ούτε οι μέσα.

Οι περισσότεροι βλέπουν την ΕΕ ορθά, ως εργαλείο και όχημα προώθησης των εθνικών επιδιώξεων και όχι ως πεδίο παράδοσής τους, ως πιθανό πολλαπλασιαστή ισχύος και όχι ως γηροκομείο ξεπεσμένων εθνών και χώρο ιστορικής απόσυρσης.

Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι εκείνοι που υποτίθεται ότι θα συμμορφώνονταν να έχουν δημιουργήσει τα πλέον αρνητικά τετελεσμένα εις βάρος της Ελλάδας: Αιγαίο, μειονότητα στη Βόρειο Ηπειρο, ονομασία Σκοπίων.

Η Ελλάδα πρέπει να είναι η μοναδική χώρα που κατάφερε να επιδεινώσει τη θέση της ευιρισκόμενη εντός ΕΕ και ΝΑΤΟ, έναντι αντιπάλων που βρίσκονται εκτός του ενός ή και των δύο οργανισμών.