Η είδηση δεν προκάλεσε καμία έκπληξη: η τρίτη κατά σειρά παράταση που δόθηκε για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο δημόσιο έληξε χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στις αρχές Αυγούστου. Η αποχή από τη διαδικασία της αξιολόγησης ξεπέρασε το 70%.

Με βάση τις δεσμεύσεις που απορρέουν από την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, η αξιολόγηση θα έπρεπε να είχε ήδη ολοκληρωθεί αρχές Ιουνίου. Πρωτοπόροι στο μέτωπο «αντίστασης» οι συνδικαλιστές του δημοσίου, αλλά και η αρμόδια υπουργός που είχε υποσχεθεί «γενική αμνηστία» στους απείθαρχους. Η ίδια η κυβέρνηση με λίγα λόγια υπονόμευσε τους στόχους που είχε αποδεχθεί στη συμφωνία της με τους εταίρους, υπονομεύοντας στην ουσία για μία ακόμα φορά την αξιοπιστία της.

Η άρνηση των δημοσίων υπαλλήλων να αξιολογηθούν, η αποδοχή μιας τέτοιας επιλογής από τις συνδικαλιστικές τους ηγεσίες και το κλείσιμο του ματιού της κυβέρνησης αποδεικνύει ότι η χώρα είναι όμηρος μιας ιδιότυπης νοοτροπίας κρατισμού. Η συνδικαλιστική ηγεσία των δημοσίων υπαλλήλων θεωρεί το δημόσιο τσιφλίκι της. Αντί η δημόσια διοίκηση να στηρίξει την αξιολόγηση, να την απαιτήσει, να επιδιώξει μέσα από αυτή οι δημόσιοι υπάλληλοι να γίνουν καλύτεροι και έτσι το δημόσιο από τροχοπέδη να μετατραπεί σε καταλύτη ανάπτυξης, υποθάλπει την ισοπέδωση και τη μετριοκρατία. Η χώρα στροβιλίζεται ανάμεσα σε αδιέξοδες πολιτικές με ένα κράτος βαρίδι στα πόδια της.

Η πατρίδα μας δεν θα μπορέσει να μπει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, να διαμορφώσει ανταγωνιστικό παραγωγικό μοντέλο, η οικονομία να ενισχύσει την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητά της, χωρίς ένα σύγχρονο, μικρό και επιτελικό κράτος που θα παρέχει συνθήκες ασφάλειας, δικαιοσύνης και ισονομίας, απαραίτητες για κάθε οικονομική δραστηριότητα. Χωρίς ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική και οικονομική οργάνωση.

Στόχος του δημοσίου τομέα πρέπει να είναι η παροχή ποιοτικών και φθηνών υπηρεσιών προς τους πολίτες που, σε τελική ανάλυση, αυτοί είναι που πληρώνουν μέσα από τους υψηλούς φόρους τους. Το κράτος δεν είναι λάφυρο κανενός. Δεν έχει δικά του λεφτά, συντηρείται από τα λεφτά των πολιτών του: από τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα που ζουν με την απειλή της ανεργίας σε μία καχεκτική οικονομία, από τους ελεύθερους επαγγελματίες, που βλέπουν τους φόρους να αυξάνονται και το εισόδημά τους να μειώνεται, από τις επιχειρήσεις που οι τελευταίες φοροεπιδρομές τις έχουν φέρει στα όρια της επιβίωσης και τέλος από τους ίδιους τους δημόσιους υπαλλήλους που αξίζουν ένα καλύτερο δημόσιο και επιβράβευση των κόπων τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουμε να ξεφύγουμε οριστικά από τις παθογένειες του παρελθόντος. Πρέπει να αποτελέσει κοινωνική απαίτηση και όχι να παρουσιάζεται ως εκβιαστική επιλογή. Να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία των υπαλλήλων, να υπηρετηθεί από μία πολιτική ηγεσία που να πιστεύει σε αυτή, να εφαρμοσθεί με πλήρη, διαφανή και αξιοκρατικό τρόπο: με αμοιβές και παροχές για την επίτευξη στόχων, επιμόρφωση των υπαλλήλων όπου απαιτείται, με ποινές μέχρι και απομάκρυνση για όσους συστηματικά αρνούνται να ανταποδώσουν στους πολίτες τις αμοιβές που αυτοί τους καταβάλλουν.

Λεφτά δεν υπάρχουν για να συντηρήσουν το παιχνίδι της καθυστέρησης. Η αξιολόγηση δεν μπορεί να περιμένει. Είδαμε τα αποτελέσματα της καθυστέρησης επί 16 μήνες της 2ης αξιολόγησης. Η κυβέρνηση το ξέρει πολύ καλά, οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει είναι συγκεκριμένες. Δεν μπορεί όμως να υπηρετήσει αυτό τον σκοπό όταν εδώ και δεκαετίες τα κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν σε όλη την πολιτική τους διαδρομή τα ακριβώς αντίθετα.