ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η Ν.Δ., ο πήχης του 36% και οι κάλπες
Μετά τα εκλογικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών όπου η Νέα Δημοκρατία εκτινάχθηκε σε ποσοστό που άνετα ξεπέρασε το 30%, υπερβαίνοντας και το 33% αποκτά την τάση να επαναβεβαιώσει την εκλογική της «βάση» στο 36% και άνω όπως στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης πριν την οικονομική χρεοκοπία του 2010.
Πριν τον κύκλο της ελληνικής χρεοκοπίας προ δεκαετίας η Νέα Δημοκρατία εκτιμάτο παγίως ότι διατηρούσε ένα κατώτερο εκλογικό ποσοστό, στη χαμηλότερη συσπείρωση της, που χαρακτηριζόταν η εκλογική της «βάση». Αυτό ήταν το ποσοστό που είχε συγκεντρώσει στις εθνικές εκλογές του 1981 με πρόεδρο του κόμματος τότε και πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη. Το ποσοστό αυτό ήταν 35,87% έναντι της πλήρους κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ τότε που είχε πετύχει ποσοστό 48,07%.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν από τότε και σε κάθε εκλογική διαδικασία επιβεβαιωνόταν το αξίωμα ότι η Νέα Δημοκρατία ασχέτως ηγεσίας και πολιτικής συγκυρίας , δεν «έπεφτε» σε ποσοστά κάτω του 36%. Στον κύκλο της χρεοκοπίας και στη συνέχεια των Μνημονίων 1,2 και 3 ο παλαιός δικομματισμός που συνίστατο από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε , με το μεν ΠΑΣΟΚ να χάνει την ηγετική του θέση στο πολιτικό και κομματικό σύστημα της Ελλάδας, εξελισσόμενο από μεγάλο σε μεσαίο ή και μικρομεσαίο σε αποδοχή από τους πολίτες κόμμα , ενώ η Νέα Δημοκρατία διατηρούμενη ισχυρή στον χώρο της Κεντροδεξιάς , απέκτησε μια νέα γραμμή «έσχατης άμυνας» 8-10 μονάδες κάτω από το 36%.
Μετά τα εκλογικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών όπου η Νέα Δημοκρατία εκτινάχθηκε σε ποσοστό που άνετα ξεπέρασε το 30%, υπερβαίνοντας και το 33% αποκτά την τάση να επαναβεβαιώσει την εκλογική της «βάση» στο 36% και άνω όπως στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης πριν την οικονομική χρεοκοπία του 2010.
Αντίστοιχα στην σημερινή συγκυρία ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον αντί του ΠΑΣΟΚ, θα επιχειρήσει στις επερχόμενες εθνικές εκλογές –σύμφωνα με τους στόχους του επιτελείου του- να δομήσει μια εκλογική «βάση» στο 23-25%.
Με τον τρόπο αυτό η Νέα Δημοκρατία στο τέλος του κύκλου των Μνημονίων δείχνει ότι έχει τα πολιτικά και κοινωνικά αντανακλαστικά αλλά και την κατάλληλη ηγεσία , για να επανέλθει μόνη αυτή από τα ιστορικά κόμματα –που εγγυήθηκαν την μεταπολίτευση- σε ηγεμονική εκλογικά θέση , προσδιορίζοντας τον κεντροδεξιό πόλο του δικομματισμού.
Όμως για να υπάρξει δικομματισμός ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι πολύ πιο νέο κόμμα διακυβέρνησης, προερχόμενο από την δομική κρίση που επέφεραν τα Μνημόνια δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα , θα πρέπει να βρει την συγκρότηση και την συνοχή ώστε να αποτελέσει και να αναγνωρισθεί ως έτερος πόλος του δικομματισμού .
Μέχρι να συμβεί αυτό και καθ’ όλη τη διάρκεια της εσωστρέφειας που είναι προβλεπτή για τον ΣΥΡΙΖΑ σε χρονικό ορίζοντα διετίας –μέχρι δηλαδή το 2021- και εφόσον η ηγεσία , τα στελέχη και οι «πυρήνες» του κατορθώσουν να δομήσουν το «Δημοκρατικό κόμμα» που διακηρύσσει και οραματίζεται ο κ. Τσίπρας και το περιβάλλον του που να δεσπόζει στον χώρο της Αριστεράς- Κεντροαριστεράς και εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαλυθεί σε μια πλειάδα πολιτικών σχηματισμών και κινήσεων , η Νέα Δημοκρατία κυβερνητικά και πολιτικά θα έχει την απόλυτη κυριαρχία.
Άρα και την απόλυτη δυνατότητα να διατυπώσουν και να οργανώσουν οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη την αναδιάρθρωση της χώρας , χωρίς μικροπολιτικές εντάσεις και αγχωτικές προθεσμίες , με παρρησία και στο πλαίσιο προγραμματικών δηλώσεων και συγκροτημένου δημοκρατικού διαλόγου εντός και εκτός Κοινοβουλίου.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν από τότε και σε κάθε εκλογική διαδικασία επιβεβαιωνόταν το αξίωμα ότι η Νέα Δημοκρατία ασχέτως ηγεσίας και πολιτικής συγκυρίας , δεν «έπεφτε» σε ποσοστά κάτω του 36%. Στον κύκλο της χρεοκοπίας και στη συνέχεια των Μνημονίων 1,2 και 3 ο παλαιός δικομματισμός που συνίστατο από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε , με το μεν ΠΑΣΟΚ να χάνει την ηγετική του θέση στο πολιτικό και κομματικό σύστημα της Ελλάδας, εξελισσόμενο από μεγάλο σε μεσαίο ή και μικρομεσαίο σε αποδοχή από τους πολίτες κόμμα , ενώ η Νέα Δημοκρατία διατηρούμενη ισχυρή στον χώρο της Κεντροδεξιάς , απέκτησε μια νέα γραμμή «έσχατης άμυνας» 8-10 μονάδες κάτω από το 36%.
Μετά τα εκλογικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών όπου η Νέα Δημοκρατία εκτινάχθηκε σε ποσοστό που άνετα ξεπέρασε το 30%, υπερβαίνοντας και το 33% αποκτά την τάση να επαναβεβαιώσει την εκλογική της «βάση» στο 36% και άνω όπως στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης πριν την οικονομική χρεοκοπία του 2010.
Αντίστοιχα στην σημερινή συγκυρία ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον αντί του ΠΑΣΟΚ, θα επιχειρήσει στις επερχόμενες εθνικές εκλογές –σύμφωνα με τους στόχους του επιτελείου του- να δομήσει μια εκλογική «βάση» στο 23-25%.
Με τον τρόπο αυτό η Νέα Δημοκρατία στο τέλος του κύκλου των Μνημονίων δείχνει ότι έχει τα πολιτικά και κοινωνικά αντανακλαστικά αλλά και την κατάλληλη ηγεσία , για να επανέλθει μόνη αυτή από τα ιστορικά κόμματα –που εγγυήθηκαν την μεταπολίτευση- σε ηγεμονική εκλογικά θέση , προσδιορίζοντας τον κεντροδεξιό πόλο του δικομματισμού.
Όμως για να υπάρξει δικομματισμός ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι πολύ πιο νέο κόμμα διακυβέρνησης, προερχόμενο από την δομική κρίση που επέφεραν τα Μνημόνια δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα , θα πρέπει να βρει την συγκρότηση και την συνοχή ώστε να αποτελέσει και να αναγνωρισθεί ως έτερος πόλος του δικομματισμού .
Μέχρι να συμβεί αυτό και καθ’ όλη τη διάρκεια της εσωστρέφειας που είναι προβλεπτή για τον ΣΥΡΙΖΑ σε χρονικό ορίζοντα διετίας –μέχρι δηλαδή το 2021- και εφόσον η ηγεσία , τα στελέχη και οι «πυρήνες» του κατορθώσουν να δομήσουν το «Δημοκρατικό κόμμα» που διακηρύσσει και οραματίζεται ο κ. Τσίπρας και το περιβάλλον του που να δεσπόζει στον χώρο της Αριστεράς- Κεντροαριστεράς και εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαλυθεί σε μια πλειάδα πολιτικών σχηματισμών και κινήσεων , η Νέα Δημοκρατία κυβερνητικά και πολιτικά θα έχει την απόλυτη κυριαρχία.
Άρα και την απόλυτη δυνατότητα να διατυπώσουν και να οργανώσουν οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη την αναδιάρθρωση της χώρας , χωρίς μικροπολιτικές εντάσεις και αγχωτικές προθεσμίες , με παρρησία και στο πλαίσιο προγραμματικών δηλώσεων και συγκροτημένου δημοκρατικού διαλόγου εντός και εκτός Κοινοβουλίου.