ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Γιατί η Ελλάδα οφείλει να «μελετήσει» σενάρια πολέμου
Η Ελλάδα βρίσκεται σε στρατηγική αμηχανία στην εξωτερική και εν μέρει στη διεθνή της πολιτική γιατί μετά από περίπου 50 χρόνια που κινείται στον «μονόδρομο» ότι τα εθνικά σύνορα θα διασφαλισθούν μέσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, σήμερα πλέον ή περίπου σήμερα αυτό από δεικνύεται μια ψευδαίσθηση.
Στην ίδια στρατηγική μια μακρά σειρά Ελληνικών κυβερνήσεων με διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο κινούνταν στη κατεύθυνση ότι αν όλες οι γειτονικές χώρες, ιδιαίτερα οι πλέον εχθρικές όπως η Τουρκία και η Αλβανία, εντάσσονταν στις δύο αυτές οντότητες και ταυτόχρονα «πυλώνες» της Δύσης, αυτόματα θα έπαυαν να είναι εχθρικές και επιθετικές και θα μετατρέπονταν σε εταίρους και συμμάχους, που με μόνον κριτήριο το διεθνές δίκαιο και το πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας που προέβλεπαν οι δύο αυτοί οργανισμοί θα αντιμετώπιζαν τις όποιες διαφορετικές προτεραιότητες τους γεωπολιτικές, οικονομικές, ιδεοληπτικές εθνικιστικές, σε σχέση με την Ελλάδα.
Το λάθος
Στην κατεύθυνση αυτή και πιο επικεντρωμένα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με επιμονή η Ελλάδα προχώρησε σε απεθνικοποίηση της εξωτερικής της πολιτικής, αποδόμηση του κύριου σκοπού των ενόπλων δυνάμεων, καταστρατήγηση της εθνικής παιδείας και μονομερώς προέβαλε έναντι όλων την περίφημη «στρατηγική του κατευνασμού». Οι θιασώτες αυτής της κοσμοπολιτικής οπτικής, όπως χαρακτηριζόταν, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ τις προηγούμενες δεκαετίες να αποτιμήσουν αυτή τη στρατηγική σε σχέση με τα αποτελέσματα που έφερε.
Ούτε καν ο «εισοδισμός» της Τουρκίας μέσω του επεισοδίου στα Ίμια και οι «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο δεν ανέτρεψαν την λογική της ανάγκης μιας «ευρωπαϊκής Τουρκίας». Το σημαντικό του πράγματος είναι ότι όλα αυτά τα πολλά χρόνια δεν υπήρξαν παράγοντες της κυρίαρχης ελίτ στη χώρα μας, που να σκεφθούν το εξής απλό: Αν όλοι γύρω μας ήταν μέλη της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, ποιο το πλεονέκτημα που θα είχε πλέον η Ελλάδα στο περιφερειακό και το διεθνές power game;
Η εξέλιξη
Όλα αυτά ίσχυσαν μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα. Στην κατάθεση από την πλευρά της Τουρκίας μέσω του αρμόδιου πρέσβη της στον ΟΗΕ, των συντεταγμένων στη θάλασσα ως προς τις ΑΟΖ, που τις έχει κωδικοποιήσει υπό την δοξασία της «Γαλάζιας Πατρίδας» - που καταργούσε ταυτόχρονα τις Ελληνικές ΑΟΖ στον 28ο μεσημβρινό, Ρόδο, Κρήτη, Καστελόριζο μέχρι της Κυπριακής δυτικά της Πάφου στον 32ο- η απάντηση της Ελλάδας ήταν συνήθης.
Σε συνέντευξη του αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας κ. Ντόκου, προχωρούσε σε μια διακήρυξη φιλίας και πνεύματος συνεργασίας σε σχέση με την Τουρκία, αποχαρακτηρίζοντας την ως επιθετική δύναμη και υποστηρίζοντας ρητώς περίπου ότι «είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν από αυτά που μας χωρίζουν».
Παρά τις Ελληνικές προσδοκίες και ψευδαισθήσεις ο Ερντογαν, ελάχιστα 24ωρα μετά, σε μια συμφωνία (με τη μορφή δήλωσης προθέσεων) ερχόταν σε συμφωνία με τον πρωθυπουργό τον Φαγεζ αλ Σαράτζ στη διχοτομημένη Λιβύη για κοινές ΑΟΖ, καταργώντας de facto τις Ελληνικές ΑΟΖ στη βάση των διαβημάτων που είχε κάνει στον ΟΗΕ τον Νοέμβριο και ταυτόχρονα διακήρυσσαν στρατιωτική συμφωνία και πρόθεση δημιουργίας τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Λιβύη.
Ουσιαστικά η Τουρκία προχωρούσε σε μια πρόκληση απέναντι στην Αίγυπτο, τα Εμιράτα, την Ελλάδα, την Κύπρο αλλά και την Γαλλία, την Ρωσία και τις ΗΠΑ, είτε σε σχέση με τις ΑΟΖ, είτε γιατί στηρίζουν τον στρατηγό Χαφτάρ (έχει κηρύξει ως εχθρική δύναμη της Τουρκία) που πολεμά τον Σάρατζ και το καθεστώς της Τρίπολης, έχοντας ταυτόχρονα τον έλεγχο του Κοινοβουλίου στη χώρα.
Η συμφωνία αυτή μετά μάλιστα και από την ενεργοποίηση της στρατιωτικής συμμαχίας της με το Πακιστάν στο περιβάλλον της Μεσογείου και όχι στα βάθη της Ασίας.
Πέραν αυτού η Τουρκία με επίσημη ανακοίνωση –δήλωση από το υπουργείο Εξωτερικών της αμφισβήτησε ότι το Καστελόριζο, που είναι η έξοδος της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο ως όριο των συνόρων της, έχει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Άρα η Ελλάδα στις οικονομικές της ζώνες δεν συνδέεται με την Κύπρο και την Αίγυπτο. Αλλά η Τουρκία από τη ηπειρωτικό της έδαφος με τη Λιβύη.
Η αντίδραση
Η Ελληνική κυβέρνηση δεν αιφνιδιάσθηκε από την ούτως ή άλλως προλεγόμενη κίνηση της Τουρκίας για συμφωνία με τη Λιβύη. Ενδεχομένως να αιφνιδιάσθηκε από την κατάρρευση του μύθου περί κατευνασμού. Αλλά για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες επέδειξε σε επίπεδο πρωθυπουργού και κεντρικού επιτελείου της ουσιώδη αντανακλαστικά , έγιναν σημαντικές κινήσεις και υπήρξε επίδειξη αρχικής διεθνούς ισχύος.
Πιο απλά από το μεσημέρι της προηγούμενης Πέμπτης, όταν υπήρξε μια κάποια σταθερή αντίληψη για τη συμφωνία Τουρκίας –(Τρίπολης) Λιβύης ο κ. Μητσοτάκης και ο υπό τις οδηγίες του υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας, προχώρησε σε επικοινωνία με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν – το Παρίσι με ρητό τρόπο καταδικάζει τις επιθετικές πολιτικές της Άγκυρας σε Κύπρο-Αν. Μεσόγειο, Αιγαίο και Συρία ( με την στρατιωτική εισβολή)- την Ουάσιγκτον όπου θα υπάρξει επαφή με τον πρόεδρο Τράμπ ( Ελλάδα και ΗΠΑ επικαιροποίησαν πρόσφατα την στρατηγική συμμαχία τους ) στο Λονδίνο τις επόμενες ημέρες στο περιθώριο της Συνόδου για τα 70 χρόνια του ΝΑΤΟ, αλλά και πιθανότατα στις 7 Ιανουαρίου με επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο. Παράλληλα ο κ. Δένδιας την Κυριακή επισκέφθηκε το Κάιρο και είχε συνομιλίες με τον Αιγύπτιο ομόλογο του Ελ-Σουάρι τόσο για την οριοθέτηση των ΑΟΖ των δύο χωρών όσο και για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας της Τουρκίας στην περιοχή.
Οι «παίκτες»
Η Ελλάδα αφήνοντας πίσω της την «στρατηγική του κατευνασμού» θα πρέπει να αντιληφθεί σε επίπεδο κεντρικών επιτελείων της ότι η Τουρκία του πολιτικού εκπροσώπου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Τ. Ερντογάν, χρησιμοποιεί στρατιωτικά μέσα όπως έδειξε στην Συρία, αλλά και στις ζώνες των ΑΟΖ της Λευκωσίας, ως περιφερειακός «παίκτης» με όραμα αυτοκρατορίας.
Αν όλοι οι άλλοι «παίκτες» στην περιοχή και πολύ περισσότερο οι τρείς ένοπλες δυνάμεις της επονομαζόμενης «Μεσογειακής Συμμαχίας» ( Ελλάδα, Ισραήλ, Αίγυπτος) μένουν «παρατηρητές χωρίς όπλα» τότε η Τουρκία θα προελαύνει και οι μεγάλες κεντρικές δυνάμεις ΗΠΑ (σε επίπεδο προέδρου) και Ρωσία θα συνδιαλέγονται μαζί της, συμφωνώντας κατά το μείζον ή ήττον, στη δική της «ατζέντα».
Η Τουρκία ως Ισλαμική Δημοκρατία πλέον βρίσκεται σε συνεχή εναρμόνιση με την έτερη Ισλαμική Δημοκρατία στην Εγγύς Ανατολή, αυτή του Ιράν. Που σημαίνει ότι η Αδελφότητα των Μουσουλμάνων η μήτρα της Τζιχάντ που εδρεύει πλέον στην Κωσταντινούπολη, με το δίκτυο των Σιιτών «φρουρών της Επανάστασης», την διεθνή των μουτζαχεντίν ,οργανώνουν μια «νέα τάξη πραγμάτων» στο Ισλάμ ή τουλάχιστον επιχειρούν κάτι τέτοιο στη βάση της αναδόμησης των παλαιών αυτοκρατοριών τους.
Ταυτόχρονα επιδιώκει ένα «τρίγωνο» προτεκτοράτων με Κατάρ, Βόρεια Κύπρο και τώρα Λιβύη, πριν εξαπολύσει επίθεση και στην Ερυθρά Θάλασσα, με κύριο στόχο την Αίγυπτο.
Τα μέτωπα
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει «ενεργός παίκτης» σε τέσσερα μέτωπα , προσκηνιακά η παρασκηνιακά.
(α) Στην Κύπρο: Μαζί με το Ισραήλ, με τις πλήρεις στρατιωτικές δυνατότητες που έχουν από κοινού, να επιβάλουν ως δύναμη αποτροπής την Τουρκική στρατιωτική κατοχή και τις επεκτατικές διαθέσεις της Άγκυρας στις θαλάσσιες ζώνες των ΑΟΖ. Ισραήλ και Ελλάδα μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια της Κύπρου , που παραμένει μια «άοπλη δύναμη».
(β) Στη Λιβύη: Nα υποστηριχθεί στρατιωτικά και διπλωματικά η Αίγυπτος και τα Αραβικά Εμιράτα προκειμένου να κυριαρχήσει ο στρατηγός Χαφτάρ στη Λιβύη και να λήξει ο εμφύλιος. Στη συνέχεια με την συνδρομή της Γαλλίας να αρχίσει η ανοικοδόμηση της χώρας, ταυτόχρονα με την Συρία όπου εκεί σημαίνοντα ρόλο έχει αποκτήσει η Ρωσία. Η συνεννόηση με τις ΗΠΑ θα πρέπει να κριθεί ως προαπαιτούμενο.
(γ) Στην Υεμένη: Nα υπάρξει ενίσχυση των σχέσεων της «Μεσογειακής Συμμαχίας» μέσω της Αιγύπτου με την Σαουδική Αραβία και τον διάδοχο Μπιν Σαλμάν. Ως άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι η επικράτηση στο μέτωπο της Υεμένης , σε βάρος του Χούθι που στηρίζονται στρατιωτικά από το Ιράν.
Η Τουρκία δεν θα περιορισθεί από τις φιλοδοξίες της, παρά μόνον στην περίπτωση που το ρίσκο της εφαρμογής των επεκτατικών σχεδίων της, αυξηθεί τόσο σημαντικά ώστε να ανησυχήσει την ηγεσία της ότι μπορεί να της κοστίσει μια στρατηγική ήττα ή και την ίδια την συνοχή της επικρατείας της χώρας. Ένα νέο «ανατολικό ζήτημα» δηλαδή.
Η διεθνής πολιτική στηρίζεται σε συσχετισμούς ισχύος και όχι σε δεοντολογικές αυταπάτες που συγχέουν το διεθνές δίκαιο με το εμπράγματο ή το ποινικό δίκαιο…. Αυτό οφείλει να το κατανοήσουν οι ελίτ του κατεστημένου που εμπλέκονται στη διπλωματία.
Στην ίδια στρατηγική μια μακρά σειρά Ελληνικών κυβερνήσεων με διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο κινούνταν στη κατεύθυνση ότι αν όλες οι γειτονικές χώρες, ιδιαίτερα οι πλέον εχθρικές όπως η Τουρκία και η Αλβανία, εντάσσονταν στις δύο αυτές οντότητες και ταυτόχρονα «πυλώνες» της Δύσης, αυτόματα θα έπαυαν να είναι εχθρικές και επιθετικές και θα μετατρέπονταν σε εταίρους και συμμάχους, που με μόνον κριτήριο το διεθνές δίκαιο και το πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας που προέβλεπαν οι δύο αυτοί οργανισμοί θα αντιμετώπιζαν τις όποιες διαφορετικές προτεραιότητες τους γεωπολιτικές, οικονομικές, ιδεοληπτικές εθνικιστικές, σε σχέση με την Ελλάδα.
Το λάθος
Στην κατεύθυνση αυτή και πιο επικεντρωμένα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με επιμονή η Ελλάδα προχώρησε σε απεθνικοποίηση της εξωτερικής της πολιτικής, αποδόμηση του κύριου σκοπού των ενόπλων δυνάμεων, καταστρατήγηση της εθνικής παιδείας και μονομερώς προέβαλε έναντι όλων την περίφημη «στρατηγική του κατευνασμού». Οι θιασώτες αυτής της κοσμοπολιτικής οπτικής, όπως χαρακτηριζόταν, δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ τις προηγούμενες δεκαετίες να αποτιμήσουν αυτή τη στρατηγική σε σχέση με τα αποτελέσματα που έφερε.
Ούτε καν ο «εισοδισμός» της Τουρκίας μέσω του επεισοδίου στα Ίμια και οι «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο δεν ανέτρεψαν την λογική της ανάγκης μιας «ευρωπαϊκής Τουρκίας». Το σημαντικό του πράγματος είναι ότι όλα αυτά τα πολλά χρόνια δεν υπήρξαν παράγοντες της κυρίαρχης ελίτ στη χώρα μας, που να σκεφθούν το εξής απλό: Αν όλοι γύρω μας ήταν μέλη της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, ποιο το πλεονέκτημα που θα είχε πλέον η Ελλάδα στο περιφερειακό και το διεθνές power game;
Η εξέλιξη
Όλα αυτά ίσχυσαν μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα. Στην κατάθεση από την πλευρά της Τουρκίας μέσω του αρμόδιου πρέσβη της στον ΟΗΕ, των συντεταγμένων στη θάλασσα ως προς τις ΑΟΖ, που τις έχει κωδικοποιήσει υπό την δοξασία της «Γαλάζιας Πατρίδας» - που καταργούσε ταυτόχρονα τις Ελληνικές ΑΟΖ στον 28ο μεσημβρινό, Ρόδο, Κρήτη, Καστελόριζο μέχρι της Κυπριακής δυτικά της Πάφου στον 32ο- η απάντηση της Ελλάδας ήταν συνήθης.
Σε συνέντευξη του αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας κ. Ντόκου, προχωρούσε σε μια διακήρυξη φιλίας και πνεύματος συνεργασίας σε σχέση με την Τουρκία, αποχαρακτηρίζοντας την ως επιθετική δύναμη και υποστηρίζοντας ρητώς περίπου ότι «είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν από αυτά που μας χωρίζουν».
Παρά τις Ελληνικές προσδοκίες και ψευδαισθήσεις ο Ερντογαν, ελάχιστα 24ωρα μετά, σε μια συμφωνία (με τη μορφή δήλωσης προθέσεων) ερχόταν σε συμφωνία με τον πρωθυπουργό τον Φαγεζ αλ Σαράτζ στη διχοτομημένη Λιβύη για κοινές ΑΟΖ, καταργώντας de facto τις Ελληνικές ΑΟΖ στη βάση των διαβημάτων που είχε κάνει στον ΟΗΕ τον Νοέμβριο και ταυτόχρονα διακήρυσσαν στρατιωτική συμφωνία και πρόθεση δημιουργίας τουρκικής στρατιωτικής βάσης στην Λιβύη.
Ουσιαστικά η Τουρκία προχωρούσε σε μια πρόκληση απέναντι στην Αίγυπτο, τα Εμιράτα, την Ελλάδα, την Κύπρο αλλά και την Γαλλία, την Ρωσία και τις ΗΠΑ, είτε σε σχέση με τις ΑΟΖ, είτε γιατί στηρίζουν τον στρατηγό Χαφτάρ (έχει κηρύξει ως εχθρική δύναμη της Τουρκία) που πολεμά τον Σάρατζ και το καθεστώς της Τρίπολης, έχοντας ταυτόχρονα τον έλεγχο του Κοινοβουλίου στη χώρα.
Η συμφωνία αυτή μετά μάλιστα και από την ενεργοποίηση της στρατιωτικής συμμαχίας της με το Πακιστάν στο περιβάλλον της Μεσογείου και όχι στα βάθη της Ασίας.
Πέραν αυτού η Τουρκία με επίσημη ανακοίνωση –δήλωση από το υπουργείο Εξωτερικών της αμφισβήτησε ότι το Καστελόριζο, που είναι η έξοδος της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο ως όριο των συνόρων της, έχει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Άρα η Ελλάδα στις οικονομικές της ζώνες δεν συνδέεται με την Κύπρο και την Αίγυπτο. Αλλά η Τουρκία από τη ηπειρωτικό της έδαφος με τη Λιβύη.
Η αντίδραση
Η Ελληνική κυβέρνηση δεν αιφνιδιάσθηκε από την ούτως ή άλλως προλεγόμενη κίνηση της Τουρκίας για συμφωνία με τη Λιβύη. Ενδεχομένως να αιφνιδιάσθηκε από την κατάρρευση του μύθου περί κατευνασμού. Αλλά για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες επέδειξε σε επίπεδο πρωθυπουργού και κεντρικού επιτελείου της ουσιώδη αντανακλαστικά , έγιναν σημαντικές κινήσεις και υπήρξε επίδειξη αρχικής διεθνούς ισχύος.
Πιο απλά από το μεσημέρι της προηγούμενης Πέμπτης, όταν υπήρξε μια κάποια σταθερή αντίληψη για τη συμφωνία Τουρκίας –(Τρίπολης) Λιβύης ο κ. Μητσοτάκης και ο υπό τις οδηγίες του υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας, προχώρησε σε επικοινωνία με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν – το Παρίσι με ρητό τρόπο καταδικάζει τις επιθετικές πολιτικές της Άγκυρας σε Κύπρο-Αν. Μεσόγειο, Αιγαίο και Συρία ( με την στρατιωτική εισβολή)- την Ουάσιγκτον όπου θα υπάρξει επαφή με τον πρόεδρο Τράμπ ( Ελλάδα και ΗΠΑ επικαιροποίησαν πρόσφατα την στρατηγική συμμαχία τους ) στο Λονδίνο τις επόμενες ημέρες στο περιθώριο της Συνόδου για τα 70 χρόνια του ΝΑΤΟ, αλλά και πιθανότατα στις 7 Ιανουαρίου με επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο. Παράλληλα ο κ. Δένδιας την Κυριακή επισκέφθηκε το Κάιρο και είχε συνομιλίες με τον Αιγύπτιο ομόλογο του Ελ-Σουάρι τόσο για την οριοθέτηση των ΑΟΖ των δύο χωρών όσο και για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας της Τουρκίας στην περιοχή.
Οι «παίκτες»
Η Ελλάδα αφήνοντας πίσω της την «στρατηγική του κατευνασμού» θα πρέπει να αντιληφθεί σε επίπεδο κεντρικών επιτελείων της ότι η Τουρκία του πολιτικού εκπροσώπου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Τ. Ερντογάν, χρησιμοποιεί στρατιωτικά μέσα όπως έδειξε στην Συρία, αλλά και στις ζώνες των ΑΟΖ της Λευκωσίας, ως περιφερειακός «παίκτης» με όραμα αυτοκρατορίας.
Αν όλοι οι άλλοι «παίκτες» στην περιοχή και πολύ περισσότερο οι τρείς ένοπλες δυνάμεις της επονομαζόμενης «Μεσογειακής Συμμαχίας» ( Ελλάδα, Ισραήλ, Αίγυπτος) μένουν «παρατηρητές χωρίς όπλα» τότε η Τουρκία θα προελαύνει και οι μεγάλες κεντρικές δυνάμεις ΗΠΑ (σε επίπεδο προέδρου) και Ρωσία θα συνδιαλέγονται μαζί της, συμφωνώντας κατά το μείζον ή ήττον, στη δική της «ατζέντα».
Η Τουρκία ως Ισλαμική Δημοκρατία πλέον βρίσκεται σε συνεχή εναρμόνιση με την έτερη Ισλαμική Δημοκρατία στην Εγγύς Ανατολή, αυτή του Ιράν. Που σημαίνει ότι η Αδελφότητα των Μουσουλμάνων η μήτρα της Τζιχάντ που εδρεύει πλέον στην Κωσταντινούπολη, με το δίκτυο των Σιιτών «φρουρών της Επανάστασης», την διεθνή των μουτζαχεντίν ,οργανώνουν μια «νέα τάξη πραγμάτων» στο Ισλάμ ή τουλάχιστον επιχειρούν κάτι τέτοιο στη βάση της αναδόμησης των παλαιών αυτοκρατοριών τους.
Ταυτόχρονα επιδιώκει ένα «τρίγωνο» προτεκτοράτων με Κατάρ, Βόρεια Κύπρο και τώρα Λιβύη, πριν εξαπολύσει επίθεση και στην Ερυθρά Θάλασσα, με κύριο στόχο την Αίγυπτο.
Τα μέτωπα
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει «ενεργός παίκτης» σε τέσσερα μέτωπα , προσκηνιακά η παρασκηνιακά.
(α) Στην Κύπρο: Μαζί με το Ισραήλ, με τις πλήρεις στρατιωτικές δυνατότητες που έχουν από κοινού, να επιβάλουν ως δύναμη αποτροπής την Τουρκική στρατιωτική κατοχή και τις επεκτατικές διαθέσεις της Άγκυρας στις θαλάσσιες ζώνες των ΑΟΖ. Ισραήλ και Ελλάδα μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια της Κύπρου , που παραμένει μια «άοπλη δύναμη».
(β) Στη Λιβύη: Nα υποστηριχθεί στρατιωτικά και διπλωματικά η Αίγυπτος και τα Αραβικά Εμιράτα προκειμένου να κυριαρχήσει ο στρατηγός Χαφτάρ στη Λιβύη και να λήξει ο εμφύλιος. Στη συνέχεια με την συνδρομή της Γαλλίας να αρχίσει η ανοικοδόμηση της χώρας, ταυτόχρονα με την Συρία όπου εκεί σημαίνοντα ρόλο έχει αποκτήσει η Ρωσία. Η συνεννόηση με τις ΗΠΑ θα πρέπει να κριθεί ως προαπαιτούμενο.
(γ) Στην Υεμένη: Nα υπάρξει ενίσχυση των σχέσεων της «Μεσογειακής Συμμαχίας» μέσω της Αιγύπτου με την Σαουδική Αραβία και τον διάδοχο Μπιν Σαλμάν. Ως άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι η επικράτηση στο μέτωπο της Υεμένης , σε βάρος του Χούθι που στηρίζονται στρατιωτικά από το Ιράν.
Η Τουρκία δεν θα περιορισθεί από τις φιλοδοξίες της, παρά μόνον στην περίπτωση που το ρίσκο της εφαρμογής των επεκτατικών σχεδίων της, αυξηθεί τόσο σημαντικά ώστε να ανησυχήσει την ηγεσία της ότι μπορεί να της κοστίσει μια στρατηγική ήττα ή και την ίδια την συνοχή της επικρατείας της χώρας. Ένα νέο «ανατολικό ζήτημα» δηλαδή.
Η διεθνής πολιτική στηρίζεται σε συσχετισμούς ισχύος και όχι σε δεοντολογικές αυταπάτες που συγχέουν το διεθνές δίκαιο με το εμπράγματο ή το ποινικό δίκαιο…. Αυτό οφείλει να το κατανοήσουν οι ελίτ του κατεστημένου που εμπλέκονται στη διπλωματία.