ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
To Yavuz και το Barbaros να φύγουν από τις κυπριακές ΑΟΖ
Η Ελλάδα πήρε ένα υψηλό ρίσκο με την απόφαση της να αποδεχθεί την γερμανική μεσολάβηση και να προχωρήσει σε νέους γύρους διερευνητικών επαφών
με την Τουρκία.
Με στόχο προφανώς την αποκλιμάκωση της στρατιωτικής έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όπου για δύο περίπου μήνες οι δύο πολεμικοί στόλοι βρίσκονταν ο ένας απέναντι στον άλλον ουσιαστικά παρουσιάζεται ως «ικέτης» στην «υψηλή πύλη» , έτοιμη για παραχωρήσεις έναντι εγγυήσεων ειρήνης και δημοσιονομικής ανάκαμψης. +
Αυτό αν προκύπτει αν ακολουθήσουμε σχετικά πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Άμυνας της Τουρκίας κ. Ακάρ, μέσα στον Αύγουστο, σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία δήλωνε ανοιχτή για χωρίς προϋποθέσεις διάλογο με την Ελλάδα, καλώντας την Ελληνική πλευρά να προσέλθει για συζητήσεις στην Κωσταντινούπολη. Κάτι που τελικά επίκειται μέσα στις επόμενες ημέρες.
Η Αθήνα προχωρεί στην επιλογή της επανάληψης των διερευνητικών επαφών, ενός μάλλον «προσχηματικού « διαλόγου , επιδιώκοντας να εκθέσει την Τουρκία στο διπλωματικό πεδίο και σε διεθνές επίπεδο, ότι δεν αναζητά λύσεις στη βάση του διεθνούς δικαίου και νομιμότητας. Ότι αποτελεί δηλαδή μια επιθετική, επεκτατική δύναμη απέναντι σε δύο μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης και ένα παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ, προβάλλοντας διεκδικήσεις εκτός κάθε πλαισίου.
Αυτό που δεν έχει υπολογίσει πολύ καλά η προσέγγιση αυτή της Αθήνας είναι ότι με δεδομένη την ειδική, ιστορική , στρατηγική σχέση Γερμανίας –Τουρκίας μια τέτοια κίνηση δεν κερδίζει μόνον χρόνο , σε σχέση με μια στρατιωτική εμπλοκή στη θάλασσα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αλλά δίνει ταυτόχρονα την ευχέρεια στην Άγκυρα και το Βερολίνο, να προχωρήσουν με φανερή και μυστική διπλωματία στην άρση της απομόνωσης της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο , στην Εγγύς Ανατολή και την Αφρική , προκειμένου να διαφύγει ο Ερντογάν της συζήτησης για κάποιες οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας από την Ε.Ε και τελικά να νομιμοποιήσει μέσα από τον «προσχηματικό» διάλογο με την Ελλάδα έκνομες διεκδικήσεις.
Σε προηγούμενες δεκαετίες θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα ο καταλογισμός της ευθύνης στην Τουρκία για την άρνηση της να προσέλθει σε έναν διμερή διάλογο με την Ελλάδα μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Στην παρούσα όμως συγκυρία οι συνθήκες και τα ζητούμενα είναι πολύ διαφορετικά.
Η Τουρκία παίζει έναν πρωταγωνιστικό , αναθεωρητικό ρόλο, εμπέδωσης κυριαρχίας στην Αν. Μεσόγειο , την Μεσοποταμία και την Αφρική έναντι όλων . Τόσο των περιφερειακών δυνάμεων όπως είναι η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Κύπρος, τα Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, οι χώρες του Μαγρέμπ, όσο και κεντρικές δυνάμεις όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ , η Ρωσία ή και η Κίνα.
Η Ελλάδα στο παιχνίδι αυτό , που είναι στρατηγικά ισχυρή γιατί έχει τοποθετηθεί σωστά ως προς τις συμμαχίες της , θα πρέπει να κινείται πάντα στη βάση της «κρίσιμης παρουσίας», του σημαντικού «συνδετικού κρίκου» της αλυσίδας της ισχύος , μην επιτρέποντας περιγραφές όπως εκείνη της Τουρκίας σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι μια μη αξιόπιστη , «φοβική και διστακτική δύναμη» για τους συμμάχους , αλλά και τους αντιπάλους της που δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αλλά να παρακάμπτεται.
Για παράδειγμα η Ελλάδα απεδέχθη την γερμανική μεσολάβηση για διερευνητικές επαφές με την Τουρκία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σε μια πρώτη φάση αφενός οι προκλητικές τοποθετήσεις της Άγκυρας να συνεχίζονται . Αφετέρου να αρχίσουν τριμερείς παράλληλες συνομιλίες Μισέλ- Μέρκελ- Ερντογάν, τριών παραγόντων δηλαδή όπου ενδιαφέρονται για την προώθηση των τουρκικών συμφερόντων , όπου η Τουρκία θέτει μια σειρά από στρατηγικά ζητήματα. Κάποια σε βάρος της Ελλάδας, όπως η συνεκμετάλλευση(συνιδιοκτησία στην ουσία) του Αιγαίου, αποστρατιωτικοποίηση ενόψη «ουδετεροποίησης» και στη συνέχεια προσάρτησης από την Τουρκία Ελληνικών νησιών, αναγνώριση τουρκικής μειονότητας στη Θράκη. Κάποια άλλα θέματα σχετίζονται με την σχέση Ε.Ε-Τουρκίας που είναι πλέον μια διπλωματική διεργασία «νεκρή». Όπως η τελωνειακή ένωση, η επικαιροποίηση της συμφωνίας οικονομικής υποστήριξης για το μεταναστευτικό στη βάση της εισβολής της Τουρκίας στη Μεσοποταμία, την ελεύθερη κίνηση Τούρκων στην Ευρώπη, η συγκρότηση τελικά ειδικής σχέσης με την Ευρώπη.
Το πολύ ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι με «πρόσχημα» συμπτώματα covid αναβλήθηκε για μια εβδομάδα η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής , με ατζέντα τις κυρώσεις σε βάρος Τουρκίας και Λευκορωσίας, προκειμένου να έχουν ξεκινήσει οι «διερευνητικές επαφές» Ελλάδας-Τουρκίας και ταυτόχρονα να πιεσθεί η Κύπρος να μην θέσει βέτο για τις κυρώσεις στην Λευκορωσία, στην περίπτωση που δεν τεθεί θέμα για κυρώσεις στην Τουρκία.
Η Ελλάδα απέναντι στις μεθοδεύσεις αυτές θα πρέπει να δείξει την «ρώμη» της αν θέλει να παραμείνει σεβαστή σε γεωπολιτικούς αντιπάλους και συμμάχους. Να προκρίνει, σε μια πρώτη φάση, ότι αν μέχρι τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου δεν προχωρήσει η Τουρκία σε μια συμβολικού τύπου κίνηση απομακρύνοντας το Yavuz και το Barbaros από τις Κυπριακές ΑΟΖ , θα θέσει και αυτή θέμα βέτο μαζί με την Κύπρο για την Λευκορωσία ,αν δεν τεθεί θέμα (έστω «οδικός χάρτης») κυρώσεων για την Τουρκία.
Με στόχο προφανώς την αποκλιμάκωση της στρατιωτικής έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όπου για δύο περίπου μήνες οι δύο πολεμικοί στόλοι βρίσκονταν ο ένας απέναντι στον άλλον ουσιαστικά παρουσιάζεται ως «ικέτης» στην «υψηλή πύλη» , έτοιμη για παραχωρήσεις έναντι εγγυήσεων ειρήνης και δημοσιονομικής ανάκαμψης. +
Αυτό αν προκύπτει αν ακολουθήσουμε σχετικά πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Άμυνας της Τουρκίας κ. Ακάρ, μέσα στον Αύγουστο, σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία δήλωνε ανοιχτή για χωρίς προϋποθέσεις διάλογο με την Ελλάδα, καλώντας την Ελληνική πλευρά να προσέλθει για συζητήσεις στην Κωσταντινούπολη. Κάτι που τελικά επίκειται μέσα στις επόμενες ημέρες.
Η Αθήνα προχωρεί στην επιλογή της επανάληψης των διερευνητικών επαφών, ενός μάλλον «προσχηματικού « διαλόγου , επιδιώκοντας να εκθέσει την Τουρκία στο διπλωματικό πεδίο και σε διεθνές επίπεδο, ότι δεν αναζητά λύσεις στη βάση του διεθνούς δικαίου και νομιμότητας. Ότι αποτελεί δηλαδή μια επιθετική, επεκτατική δύναμη απέναντι σε δύο μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης και ένα παλαιό μέλος του ΝΑΤΟ, προβάλλοντας διεκδικήσεις εκτός κάθε πλαισίου.
Αυτό που δεν έχει υπολογίσει πολύ καλά η προσέγγιση αυτή της Αθήνας είναι ότι με δεδομένη την ειδική, ιστορική , στρατηγική σχέση Γερμανίας –Τουρκίας μια τέτοια κίνηση δεν κερδίζει μόνον χρόνο , σε σχέση με μια στρατιωτική εμπλοκή στη θάλασσα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αλλά δίνει ταυτόχρονα την ευχέρεια στην Άγκυρα και το Βερολίνο, να προχωρήσουν με φανερή και μυστική διπλωματία στην άρση της απομόνωσης της Τουρκίας στην Αν. Μεσόγειο , στην Εγγύς Ανατολή και την Αφρική , προκειμένου να διαφύγει ο Ερντογάν της συζήτησης για κάποιες οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας από την Ε.Ε και τελικά να νομιμοποιήσει μέσα από τον «προσχηματικό» διάλογο με την Ελλάδα έκνομες διεκδικήσεις.
Σε προηγούμενες δεκαετίες θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα ο καταλογισμός της ευθύνης στην Τουρκία για την άρνηση της να προσέλθει σε έναν διμερή διάλογο με την Ελλάδα μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Στην παρούσα όμως συγκυρία οι συνθήκες και τα ζητούμενα είναι πολύ διαφορετικά.
Η Τουρκία παίζει έναν πρωταγωνιστικό , αναθεωρητικό ρόλο, εμπέδωσης κυριαρχίας στην Αν. Μεσόγειο , την Μεσοποταμία και την Αφρική έναντι όλων . Τόσο των περιφερειακών δυνάμεων όπως είναι η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Κύπρος, τα Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, οι χώρες του Μαγρέμπ, όσο και κεντρικές δυνάμεις όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ , η Ρωσία ή και η Κίνα.
Η Ελλάδα στο παιχνίδι αυτό , που είναι στρατηγικά ισχυρή γιατί έχει τοποθετηθεί σωστά ως προς τις συμμαχίες της , θα πρέπει να κινείται πάντα στη βάση της «κρίσιμης παρουσίας», του σημαντικού «συνδετικού κρίκου» της αλυσίδας της ισχύος , μην επιτρέποντας περιγραφές όπως εκείνη της Τουρκίας σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι μια μη αξιόπιστη , «φοβική και διστακτική δύναμη» για τους συμμάχους , αλλά και τους αντιπάλους της που δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, αλλά να παρακάμπτεται.
Για παράδειγμα η Ελλάδα απεδέχθη την γερμανική μεσολάβηση για διερευνητικές επαφές με την Τουρκία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σε μια πρώτη φάση αφενός οι προκλητικές τοποθετήσεις της Άγκυρας να συνεχίζονται . Αφετέρου να αρχίσουν τριμερείς παράλληλες συνομιλίες Μισέλ- Μέρκελ- Ερντογάν, τριών παραγόντων δηλαδή όπου ενδιαφέρονται για την προώθηση των τουρκικών συμφερόντων , όπου η Τουρκία θέτει μια σειρά από στρατηγικά ζητήματα. Κάποια σε βάρος της Ελλάδας, όπως η συνεκμετάλλευση(συνιδιοκτησία στην ουσία) του Αιγαίου, αποστρατιωτικοποίηση ενόψη «ουδετεροποίησης» και στη συνέχεια προσάρτησης από την Τουρκία Ελληνικών νησιών, αναγνώριση τουρκικής μειονότητας στη Θράκη. Κάποια άλλα θέματα σχετίζονται με την σχέση Ε.Ε-Τουρκίας που είναι πλέον μια διπλωματική διεργασία «νεκρή». Όπως η τελωνειακή ένωση, η επικαιροποίηση της συμφωνίας οικονομικής υποστήριξης για το μεταναστευτικό στη βάση της εισβολής της Τουρκίας στη Μεσοποταμία, την ελεύθερη κίνηση Τούρκων στην Ευρώπη, η συγκρότηση τελικά ειδικής σχέσης με την Ευρώπη.
Το πολύ ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι με «πρόσχημα» συμπτώματα covid αναβλήθηκε για μια εβδομάδα η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής , με ατζέντα τις κυρώσεις σε βάρος Τουρκίας και Λευκορωσίας, προκειμένου να έχουν ξεκινήσει οι «διερευνητικές επαφές» Ελλάδας-Τουρκίας και ταυτόχρονα να πιεσθεί η Κύπρος να μην θέσει βέτο για τις κυρώσεις στην Λευκορωσία, στην περίπτωση που δεν τεθεί θέμα για κυρώσεις στην Τουρκία.
Η Ελλάδα απέναντι στις μεθοδεύσεις αυτές θα πρέπει να δείξει την «ρώμη» της αν θέλει να παραμείνει σεβαστή σε γεωπολιτικούς αντιπάλους και συμμάχους. Να προκρίνει, σε μια πρώτη φάση, ότι αν μέχρι τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου δεν προχωρήσει η Τουρκία σε μια συμβολικού τύπου κίνηση απομακρύνοντας το Yavuz και το Barbaros από τις Κυπριακές ΑΟΖ , θα θέσει και αυτή θέμα βέτο μαζί με την Κύπρο για την Λευκορωσία ,αν δεν τεθεί θέμα (έστω «οδικός χάρτης») κυρώσεων για την Τουρκία.