ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Σε δύο κόσμους… με την Τουρκία
Οι κινήσεις της Άγκυρας στη γεωστρατηγική σκακιέρα
Η διεθνής στρατηγική της Τουρκίας, υπό την καθοδήγηση και εποπτεία του Τ. Ερντογάν -από το 2012 και μετά, με έμφαση από το 2016-, έπεσε στο κενό πριν από ελάχιστους μήνες.
Αυτό έγινε φανερό από την απομόνωση της Τουρκίας σε σχέση με το Ισραήλ, τους Aραβες, την Ευρώπη, πλην Γερμανίας, τις αποστάσεις των ΗΠΑ, την επιτήδεια και αναξιόπιστη σχέση με τη Ρωσία και τα προβλήματα εμπιστοσύνης στο ΝΑΤΟ εξαιτίας των S-400.
H απόλυτη σύνδεση της Αγκυρας με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την εξτρεμιστική Χαμάς οδήγησε την Τουρκία με δυσμενείς όρους στο πλέγμα της Ασίας και σε στρατηγικά αδιέξοδα. Ο Ερντογάν, κατανοώντας την αστοχία της διεθνούς πολιτικής του, έκανε μια προβλεπτή αναστροφή προς τη θεώρηση Νταβούτογλου σε σχέση με το στρατηγικό βάθος του νεο-οθωμανισμού.
Παρέμεινε, όμως, σε ισχύ η θεωρία της γαλάζιας πατρίδας, απολύτως επιθετική στρατηγική για διεκδίκηση, αφενός, ζωτικού χώρου σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων κρατών και, αφετέρου, εμπέδωσης της αντίληψης ότι η Τουρκία είναι μια ναυτική πολεμική δύναμη. Κύριος στόχος της Τουρκίας στη λογική αυτή παρέμειναν η Ελλάδα και η Κύπρος.
Στην αναστροφή της στρατηγικής που επεχείρησε ο Ερντογάν, πράγματι με ραγδαίους ρυθμούς, ανέκτησε σχέσεις με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επιχείρησε ανοίγματα με τη Σαουδική Αραβία, διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, συνέχισε την πολιορκία «φιλίας και εξαγοράς» της Αιγύπτου, διατηρώντας τις θέσεις του σε Λιβύη - Αφρική, αξιοποίησε τη συγκυρία της πολεμικής σύγκρουσης Ρωσίας - Ουκρανίας για να αναθερμάνει τις σχέσεις του με ΗΠΑ, διατήρησε την ειδική σχέση με τη Μόσχα, μη εφαρμόζοντας κυρώσεις σε βάρος της, διακήρυξε τη διάθεσή του να αποκτήσει σχέση ένταξης με την Ευρώπη. Στην ίδια συγκυρία -και αυτό είναι απολύτως αξιοσημείωτο-, όσο η οικονομική και νομισματική κρίση βάθαινε στην Τουρκία, τόσο αυξανόταν η εξάρτηση και η διείσδυση της Κίνας σε αυτήν.
Η Δύση, και ειδικά οι γραφειοκρατίες της Ουάσινγκτον, σε μια προσπάθεια, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, να διατηρήσουν την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο, όχι μόνον έναντι της Ρωσίας, αλλά και του «ενός δρόμου, μίας ζώνης» της Κίνας, ενθάρρυναν, με εμπροσθοφυλακή τα Εμιράτα, μια αναδόμηση των σχέσεων της απολύτως δυτικής «μεσογειακής συμμαχίας» με την Τουρκία.
Το πόσο ευκταίος είναι αυτός ο σχεδιασμός διαφαίνεται από το γεγονός ότι η Τουρκία προ ελάχιστων ημερών εν μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία και της διεθνούς αναδιάταξης υπέγραψε με την κινεζική Huawei στρατηγική συνεργασία για την ανάπτυξη των δικτύων 5G. Εντάχθηκε, δηλαδή, στο στρατόπεδο της Ευρασίας, απέναντι στη Δύση και τις ΗΠΑ, για το μέλλον, έστω και αν παραμένει πλήρες μέλος του ΝΑΤΟ.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δικαιώνεται για τη στρατηγική της στη διεθνή πολιτική που ακολούθησε διστακτικά από το 2012, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από το 2016 και με πεποίθηση από το 2019 και μετά.
Σύμφωνα με την επιλογή αυτή, σε περιφερειακό επίπεδο, αποτέλεσε μαζί με την Κύπρο δομικό παράγοντα συγκρότησης της «μεσογειακής συμμαχίας» με Ισραήλ, Αίγυπτο και Εμιράτα, ανέπτυξε τις σχέσεις της με Σαουδική Αραβία, ενώ καθόρισε τη στρατηγική της θεώρηση μέσα από δύο κεντρικές συμφωνίες, αφενός με τις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη Γαλλία. Σε σχέση με την επερχόμενη ψηφιακή εποχή του 5G, από τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ στην προεδρία των ΗΠΑ βρισκόταν ακόμη ο Ντ. Τραμπ, συμφώνησε σε στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ, πριν ακόμη η Ευρώπη ακολουθήσει έναν τέτοιον καθαρό δρόμο.
Ταυτόχρονα, αξιοποίησε τον χρόνο για τον στρατιωτικό επανεξοπλισμό της, μετά τη δεκαετία των μνημονίων, ενώ έδειξε επανειλημμένως αποφασιστικότητα απέναντι στην Τουρκία, όταν αυτή, είτε με υβριδικό τρόπο στον Εβρο είτε με τα ερευνητικά σκάφη της, επιχείρησε να δημιουργήσει τετελεσμένα και σύγχυση ως προς την εθνική κυριαρχία.
Η Ελλάδα, έτσι, αυτοβούλως και χωρίς πίεση, έχει προεξοφλήσει τις σημερινές εξελίξεις στην Ευρώπη, μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, τοποθετούμενη στη Δύση και οργανώνοντας τη διακριτή σχέση με την ηγετική δύναμη αυτής, τις ΗΠΑ. Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται ήδη σε δύο κόσμους που, λίγο πιο αργά ή λίγο πιο σύντομα, θα γίνουν ευδιάκριτοι μέσα από ένα «αργυρό παραπέτασμα» μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Γιατί, πολύ απλά, όπως όλα δείχνουν, η ουδετερότητα δεν θα επιτρέπεται…
Αυτό έγινε φανερό από την απομόνωση της Τουρκίας σε σχέση με το Ισραήλ, τους Aραβες, την Ευρώπη, πλην Γερμανίας, τις αποστάσεις των ΗΠΑ, την επιτήδεια και αναξιόπιστη σχέση με τη Ρωσία και τα προβλήματα εμπιστοσύνης στο ΝΑΤΟ εξαιτίας των S-400.
H απόλυτη σύνδεση της Αγκυρας με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την εξτρεμιστική Χαμάς οδήγησε την Τουρκία με δυσμενείς όρους στο πλέγμα της Ασίας και σε στρατηγικά αδιέξοδα. Ο Ερντογάν, κατανοώντας την αστοχία της διεθνούς πολιτικής του, έκανε μια προβλεπτή αναστροφή προς τη θεώρηση Νταβούτογλου σε σχέση με το στρατηγικό βάθος του νεο-οθωμανισμού.
Παρέμεινε, όμως, σε ισχύ η θεωρία της γαλάζιας πατρίδας, απολύτως επιθετική στρατηγική για διεκδίκηση, αφενός, ζωτικού χώρου σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων κρατών και, αφετέρου, εμπέδωσης της αντίληψης ότι η Τουρκία είναι μια ναυτική πολεμική δύναμη. Κύριος στόχος της Τουρκίας στη λογική αυτή παρέμειναν η Ελλάδα και η Κύπρος.
Στην αναστροφή της στρατηγικής που επεχείρησε ο Ερντογάν, πράγματι με ραγδαίους ρυθμούς, ανέκτησε σχέσεις με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επιχείρησε ανοίγματα με τη Σαουδική Αραβία, διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, συνέχισε την πολιορκία «φιλίας και εξαγοράς» της Αιγύπτου, διατηρώντας τις θέσεις του σε Λιβύη - Αφρική, αξιοποίησε τη συγκυρία της πολεμικής σύγκρουσης Ρωσίας - Ουκρανίας για να αναθερμάνει τις σχέσεις του με ΗΠΑ, διατήρησε την ειδική σχέση με τη Μόσχα, μη εφαρμόζοντας κυρώσεις σε βάρος της, διακήρυξε τη διάθεσή του να αποκτήσει σχέση ένταξης με την Ευρώπη. Στην ίδια συγκυρία -και αυτό είναι απολύτως αξιοσημείωτο-, όσο η οικονομική και νομισματική κρίση βάθαινε στην Τουρκία, τόσο αυξανόταν η εξάρτηση και η διείσδυση της Κίνας σε αυτήν.
Η Δύση, και ειδικά οι γραφειοκρατίες της Ουάσινγκτον, σε μια προσπάθεια, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, να διατηρήσουν την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο, όχι μόνον έναντι της Ρωσίας, αλλά και του «ενός δρόμου, μίας ζώνης» της Κίνας, ενθάρρυναν, με εμπροσθοφυλακή τα Εμιράτα, μια αναδόμηση των σχέσεων της απολύτως δυτικής «μεσογειακής συμμαχίας» με την Τουρκία.
Το πόσο ευκταίος είναι αυτός ο σχεδιασμός διαφαίνεται από το γεγονός ότι η Τουρκία προ ελάχιστων ημερών εν μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία και της διεθνούς αναδιάταξης υπέγραψε με την κινεζική Huawei στρατηγική συνεργασία για την ανάπτυξη των δικτύων 5G. Εντάχθηκε, δηλαδή, στο στρατόπεδο της Ευρασίας, απέναντι στη Δύση και τις ΗΠΑ, για το μέλλον, έστω και αν παραμένει πλήρες μέλος του ΝΑΤΟ.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δικαιώνεται για τη στρατηγική της στη διεθνή πολιτική που ακολούθησε διστακτικά από το 2012, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από το 2016 και με πεποίθηση από το 2019 και μετά.
Σύμφωνα με την επιλογή αυτή, σε περιφερειακό επίπεδο, αποτέλεσε μαζί με την Κύπρο δομικό παράγοντα συγκρότησης της «μεσογειακής συμμαχίας» με Ισραήλ, Αίγυπτο και Εμιράτα, ανέπτυξε τις σχέσεις της με Σαουδική Αραβία, ενώ καθόρισε τη στρατηγική της θεώρηση μέσα από δύο κεντρικές συμφωνίες, αφενός με τις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη Γαλλία. Σε σχέση με την επερχόμενη ψηφιακή εποχή του 5G, από τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ στην προεδρία των ΗΠΑ βρισκόταν ακόμη ο Ντ. Τραμπ, συμφώνησε σε στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ, πριν ακόμη η Ευρώπη ακολουθήσει έναν τέτοιον καθαρό δρόμο.
Ταυτόχρονα, αξιοποίησε τον χρόνο για τον στρατιωτικό επανεξοπλισμό της, μετά τη δεκαετία των μνημονίων, ενώ έδειξε επανειλημμένως αποφασιστικότητα απέναντι στην Τουρκία, όταν αυτή, είτε με υβριδικό τρόπο στον Εβρο είτε με τα ερευνητικά σκάφη της, επιχείρησε να δημιουργήσει τετελεσμένα και σύγχυση ως προς την εθνική κυριαρχία.
Η Ελλάδα, έτσι, αυτοβούλως και χωρίς πίεση, έχει προεξοφλήσει τις σημερινές εξελίξεις στην Ευρώπη, μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, τοποθετούμενη στη Δύση και οργανώνοντας τη διακριτή σχέση με την ηγετική δύναμη αυτής, τις ΗΠΑ. Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται ήδη σε δύο κόσμους που, λίγο πιο αργά ή λίγο πιο σύντομα, θα γίνουν ευδιάκριτοι μέσα από ένα «αργυρό παραπέτασμα» μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Γιατί, πολύ απλά, όπως όλα δείχνουν, η ουδετερότητα δεν θα επιτρέπεται…