ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
∆ικοµµατισµός, διακριτών ρόλων…
Μεταξύ της διακυβέρνησης Μητσοτάκη - Νέας ∆ηµοκρατίας και Τσίπρα - ΣΥΡΙΖΑ, η πλάστιγγα γέρνει µονοµερώς υπέρ της πρώτης επιλογής. Είναι ένα πολιτικό σχήµα σαφώς πιο οργανωµένο, πιο συγκροτηµένο, πιο αποτελεσµατικό
Η χρονιά που ξεκινά δεν είναι µονοδιάστατα εκλογική, αλλά χαρακτηρίζεται από τις διαδοχικές εκλογικές διαδικασίες. Αρχικά, την άνοιξη οι εθνικές εκλογές
, το φθινόπωρο οι περιφερειακές εκλογές. Από τον Νοέµβριο η δηµόσια συζήτηση για τον Προϋπολογισµό του 2024. Πολλή κουβέντα έχει γίνει, για ασυνήθιστα µακρύ διάστηµα, για τον χρόνο που θα γίνουν οι εκλογές, µε αλλεπάλληλα σενάρια πρόωρων εκλογών (που διαψεύσθηκαν στη βάση της συνέπειας που καθορίζει τις επιλογές του πρωθυπουργού), και τώρα πλέον, κάτι που µοιάζει µέχρι κάποιου βαθµού λογικό, για τα µετεκλογικά σενάρια σχηµατισµού κυβέρνησης.
Το κρίσιµο µέγεθος που µπερδεύει τα πράγµατα και δηµιουργεί σύγχυση στις προβλέψεις είναι το εκλογικό σύστηµα που υπερψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν τελειώσει η θητεία του στη διακυβέρνηση της χώρας (2015- 2019), υπακούοντας στη µόνιµη ιδεοληψία της µειοψηφικής, µέχρι την εποχή ΣΥΡΙΖΑ, Αριστεράς, που επιθυµούσε να έχει µια προβολή προς τους ψηφοφόρους της, ότι κάποια µέρα το σύνολο των κοινωνικών και δηµοκρατικών (σύµφωνα µε τις ορίζουσες από την ηγεσία της προδιαγραφών) δυνάµεων θα αναλάµβανε την εξουσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, υπολογίζοντας από την πλευρά του ότι στο µέλλον θα είχε περισσότερες πιθανότητες να διεκδικήσει την διακυβέρνηση από την Κεντροδεξιά, παρά την προσθήκη των σοσιαλ-φιλελεύθερων, όπως τους χαρακτηρίζουν στην αντιπολίτευση, πιο εύκολα µε το εκλογικό σύστηµα της απλής αναλογικής ως ηγετική δύναµη των «προοδευτικών δυνάµεων», σε µια αντιστροφή µε την εποχή της παντοδυναµίας ΠΑΣΟΚ, ψήφισε το πιο αναλογικό σύστηµα. Αλλά, όπως όλα δείχνουν, θα µπει στην επίσηµη προεκλογική περίοδο ως «µονοµάχος» σε διπολικό, πολωτικό, σχήµα απέναντι στη Νέα ∆ηµοκρατία.
Ο Αλ. Τσίπρας από τον Σεπτέµβριο στη ∆ΕΘ σήκωσε το «γάντι» που του πέταξε ο Κ. Μητσοτάκης, που επανέλαβε τη στρατηγική του για δεύτερες εκλογές µε σύστηµα ενισχυµένης αναλογικής, και απάντησε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συµµετάσχει σε κυβερνητικά σχήµατα «ηττηµένων», αλλά θα διεκδικήσει την πρώτη θέση στις προτιµήσεις και την εµπιστοσύνη των πολιτών.
Αποτέλεσµα: Οδεύουµε προς εκλογές µε απλή αναλογική, µε τις συνθήκες όµως, που έχουν ήδη διαµορφωθεί µε µη αναστρέψιµο τρόπο, να οδηγούν στο τελικό δίληµµα µε ενισχυµένη: Κυβέρνηση Νέας ∆ηµοκρατίας µε πρωθυπουργό Μητσοτάκη ή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ενδεχοµένως λοιπών µε πρωθυπουργό τον Αλ. Τσίπρα; Οι Ελληνες, που, πέρα από τις κοµµατικές σκοπιµότητες και εµπάθειες, έχουν αποδείξει τα προηγούµενα, δύσκολα χρόνια ότι ξέρουν να ψηφίζουν µε έναν «ακριβοδίκαιο» τρόπο, είναι πιθανόν στις εκλογές µε απλή αναλογική να ψηφίσουν µε κάποια ευρύτητα ή νωχέλεια, επιλέγοντας µεταξύ των άλλων πόσα κόµµατα επιθυµούν να είναι παρόντα στο επόµενο Κοινοβούλιο -άρα να υπερβούν το όριο του 3%-, αλλά στην τελική ανάλυση θα επιλέξουν ποιο θα είναι πρώτο και ποιο δεύτερο κόµµα µεταξύ Ν.∆ και ΣΥΡΙΖΑ. Με τον «αέρα» αυτόν, τα δύο κόµµατα διακυβέρνησης θα προχωρήσουν στη δεύτερη προεκλογική περίοδο, προκειµένου το µεν πρώτο -που, σύµφωνα µε όλα τα δεδοµένα, θα είναι η Ν.∆.- να πετύχει την αυτοδύναµη πλειοψηφία στο επόµενο Κοινοβούλιο, το δε δεύτερο -ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς αντίπαλο- να πετύχει τη µεγαλύτερη συσπείρωση στα αντιδεξιά και αντι-Ν.∆. κοινά, ώστε να ηγηθεί µιας «ενωµένης» στην Αριστερά - Κεντροαριστερά αντιπολίτευσης.
Οι επερχόµενες εκλογές, µετά την ολοκλήρωσή τους, µπορεί να καταλήξουν διαδικαστικές, επιβεβαιώνοντας έναν δικοµµατισµό σε ισχύ, µε διακριτούς ρόλους. ∆ηλαδή, τη Νέα ∆ηµοκρατία ισχυρή στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ παντοδύναµο στην αντιπολίτευση.
Επικρατεί µια ανησυχία από το «βαθύ» ιστορικό παρελθόν της χώρας. Αν τυχόν επαναλαµβανόταν το ιστορικό προηγούµενο των εκλογών του 1920, όπου ηττήθηκε ο Ελ. Βενιζέλος και το κόµµα των Φιλελευθέρων και ακολούθησε αυτής της λαϊκής ψήφου η Μικρασιατική Καταστροφή, τι θα συνέβαινε µε τα σηµερινά δεδοµένα; Οι καιροί δεν είναι ίδιοι. Το κλίµα, όσο πολιτικά πολωτικό και αν γίνει την προεκλογική περίοδο, δεν θα προσοµοιάζει σε «εµφυλιοπολεµικό». Το σύστηµα διακυβέρνησης της χώρας, που καθορίζεται από τις σχέσεις κυβέρνησης και αξιωµατικής αντιπολίτευσης, όσο και αν φθάνει σε κάποια οριακά σηµεία οξύτητας, διατηρεί την ευθύνη του έναντι των συµφερόντων και της συνοχής της χώρας και του λαού.
Οι εκλογές που έρχονται, παρά το γεγονός ότι θα είναι διπλές, µε δύο διαφορετικά εκλογικά συστήµατα, το εξόχως πιθανόν είναι απλώς να επιβεβαιώσουν στο τέλος τις δηµοσκοπήσεις της τελευταίας τετραετίας. Μεταξύ της διακυβέρνησης Μητσοτάκη - Νέας ∆ηµοκρατίας και Τσίπρα - ΣΥΡΙΖΑ η πλάστιγγα γέρνει µονοµερώς υπέρ της πρώτης επιλογής. Είναι ένα πολιτικό σχήµα σαφώς πιο οργανωµένο, πιο συγκροτηµένο, πιο αποτελεσµατικό στο να χειρισθεί τη διακυβέρνηση µέχρι το 2027, εν µέσω συνεχιζόµενων διεθνών κρίσεων και ανατροπών, µε απρόβλεπτες απειλές για την οικονοµία, τα εισοδήµατα, τη διεθνή πολιτική της χώρας, από τον σε στρατηγική αµηχανία και οργανωτική ανασυγκρότηση ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε, οι Ελληνες στην ιστορία τους έχουν ως παράδοση να δίνουν δύο ευκαιρίες στους πρωθυπουργούς και στα κυβερνητικά τους σχήµατα να ασκήσουν διακυβέρνηση και να εξελίξουν τα πλάνα τους για την οργάνωση και τη λειτουργία της χώρας. Πόσω µάλλον που στην παρούσα συγκυρία ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, έχει αναλάβει την ευθύνη και προχωρά τους σχεδιασµούς της Ελλάδας του 2030, µε ανάγκη προώθησης σωρείας θεσµικών και δοµικών αναβαθµίσεων, προκειµένου αυτή να καταστεί ισχυρή και ανταγωνιστική στην… επόµενη εποχή. Σε αντιδιαστολή µε τον «εφιάλτη» της τελευταίας 20ετίας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 30 Δεκεμβρίου 2022
Το κρίσιµο µέγεθος που µπερδεύει τα πράγµατα και δηµιουργεί σύγχυση στις προβλέψεις είναι το εκλογικό σύστηµα που υπερψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν τελειώσει η θητεία του στη διακυβέρνηση της χώρας (2015- 2019), υπακούοντας στη µόνιµη ιδεοληψία της µειοψηφικής, µέχρι την εποχή ΣΥΡΙΖΑ, Αριστεράς, που επιθυµούσε να έχει µια προβολή προς τους ψηφοφόρους της, ότι κάποια µέρα το σύνολο των κοινωνικών και δηµοκρατικών (σύµφωνα µε τις ορίζουσες από την ηγεσία της προδιαγραφών) δυνάµεων θα αναλάµβανε την εξουσία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, υπολογίζοντας από την πλευρά του ότι στο µέλλον θα είχε περισσότερες πιθανότητες να διεκδικήσει την διακυβέρνηση από την Κεντροδεξιά, παρά την προσθήκη των σοσιαλ-φιλελεύθερων, όπως τους χαρακτηρίζουν στην αντιπολίτευση, πιο εύκολα µε το εκλογικό σύστηµα της απλής αναλογικής ως ηγετική δύναµη των «προοδευτικών δυνάµεων», σε µια αντιστροφή µε την εποχή της παντοδυναµίας ΠΑΣΟΚ, ψήφισε το πιο αναλογικό σύστηµα. Αλλά, όπως όλα δείχνουν, θα µπει στην επίσηµη προεκλογική περίοδο ως «µονοµάχος» σε διπολικό, πολωτικό, σχήµα απέναντι στη Νέα ∆ηµοκρατία.
Ο Αλ. Τσίπρας από τον Σεπτέµβριο στη ∆ΕΘ σήκωσε το «γάντι» που του πέταξε ο Κ. Μητσοτάκης, που επανέλαβε τη στρατηγική του για δεύτερες εκλογές µε σύστηµα ενισχυµένης αναλογικής, και απάντησε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συµµετάσχει σε κυβερνητικά σχήµατα «ηττηµένων», αλλά θα διεκδικήσει την πρώτη θέση στις προτιµήσεις και την εµπιστοσύνη των πολιτών.
Αποτέλεσµα: Οδεύουµε προς εκλογές µε απλή αναλογική, µε τις συνθήκες όµως, που έχουν ήδη διαµορφωθεί µε µη αναστρέψιµο τρόπο, να οδηγούν στο τελικό δίληµµα µε ενισχυµένη: Κυβέρνηση Νέας ∆ηµοκρατίας µε πρωθυπουργό Μητσοτάκη ή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ενδεχοµένως λοιπών µε πρωθυπουργό τον Αλ. Τσίπρα; Οι Ελληνες, που, πέρα από τις κοµµατικές σκοπιµότητες και εµπάθειες, έχουν αποδείξει τα προηγούµενα, δύσκολα χρόνια ότι ξέρουν να ψηφίζουν µε έναν «ακριβοδίκαιο» τρόπο, είναι πιθανόν στις εκλογές µε απλή αναλογική να ψηφίσουν µε κάποια ευρύτητα ή νωχέλεια, επιλέγοντας µεταξύ των άλλων πόσα κόµµατα επιθυµούν να είναι παρόντα στο επόµενο Κοινοβούλιο -άρα να υπερβούν το όριο του 3%-, αλλά στην τελική ανάλυση θα επιλέξουν ποιο θα είναι πρώτο και ποιο δεύτερο κόµµα µεταξύ Ν.∆ και ΣΥΡΙΖΑ. Με τον «αέρα» αυτόν, τα δύο κόµµατα διακυβέρνησης θα προχωρήσουν στη δεύτερη προεκλογική περίοδο, προκειµένου το µεν πρώτο -που, σύµφωνα µε όλα τα δεδοµένα, θα είναι η Ν.∆.- να πετύχει την αυτοδύναµη πλειοψηφία στο επόµενο Κοινοβούλιο, το δε δεύτερο -ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς αντίπαλο- να πετύχει τη µεγαλύτερη συσπείρωση στα αντιδεξιά και αντι-Ν.∆. κοινά, ώστε να ηγηθεί µιας «ενωµένης» στην Αριστερά - Κεντροαριστερά αντιπολίτευσης.
Οι επερχόµενες εκλογές, µετά την ολοκλήρωσή τους, µπορεί να καταλήξουν διαδικαστικές, επιβεβαιώνοντας έναν δικοµµατισµό σε ισχύ, µε διακριτούς ρόλους. ∆ηλαδή, τη Νέα ∆ηµοκρατία ισχυρή στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ παντοδύναµο στην αντιπολίτευση.
Επικρατεί µια ανησυχία από το «βαθύ» ιστορικό παρελθόν της χώρας. Αν τυχόν επαναλαµβανόταν το ιστορικό προηγούµενο των εκλογών του 1920, όπου ηττήθηκε ο Ελ. Βενιζέλος και το κόµµα των Φιλελευθέρων και ακολούθησε αυτής της λαϊκής ψήφου η Μικρασιατική Καταστροφή, τι θα συνέβαινε µε τα σηµερινά δεδοµένα; Οι καιροί δεν είναι ίδιοι. Το κλίµα, όσο πολιτικά πολωτικό και αν γίνει την προεκλογική περίοδο, δεν θα προσοµοιάζει σε «εµφυλιοπολεµικό». Το σύστηµα διακυβέρνησης της χώρας, που καθορίζεται από τις σχέσεις κυβέρνησης και αξιωµατικής αντιπολίτευσης, όσο και αν φθάνει σε κάποια οριακά σηµεία οξύτητας, διατηρεί την ευθύνη του έναντι των συµφερόντων και της συνοχής της χώρας και του λαού.
Οι εκλογές που έρχονται, παρά το γεγονός ότι θα είναι διπλές, µε δύο διαφορετικά εκλογικά συστήµατα, το εξόχως πιθανόν είναι απλώς να επιβεβαιώσουν στο τέλος τις δηµοσκοπήσεις της τελευταίας τετραετίας. Μεταξύ της διακυβέρνησης Μητσοτάκη - Νέας ∆ηµοκρατίας και Τσίπρα - ΣΥΡΙΖΑ η πλάστιγγα γέρνει µονοµερώς υπέρ της πρώτης επιλογής. Είναι ένα πολιτικό σχήµα σαφώς πιο οργανωµένο, πιο συγκροτηµένο, πιο αποτελεσµατικό στο να χειρισθεί τη διακυβέρνηση µέχρι το 2027, εν µέσω συνεχιζόµενων διεθνών κρίσεων και ανατροπών, µε απρόβλεπτες απειλές για την οικονοµία, τα εισοδήµατα, τη διεθνή πολιτική της χώρας, από τον σε στρατηγική αµηχανία και οργανωτική ανασυγκρότηση ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε, οι Ελληνες στην ιστορία τους έχουν ως παράδοση να δίνουν δύο ευκαιρίες στους πρωθυπουργούς και στα κυβερνητικά τους σχήµατα να ασκήσουν διακυβέρνηση και να εξελίξουν τα πλάνα τους για την οργάνωση και τη λειτουργία της χώρας. Πόσω µάλλον που στην παρούσα συγκυρία ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, έχει αναλάβει την ευθύνη και προχωρά τους σχεδιασµούς της Ελλάδας του 2030, µε ανάγκη προώθησης σωρείας θεσµικών και δοµικών αναβαθµίσεων, προκειµένου αυτή να καταστεί ισχυρή και ανταγωνιστική στην… επόµενη εποχή. Σε αντιδιαστολή µε τον «εφιάλτη» της τελευταίας 20ετίας.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 30 Δεκεμβρίου 2022