Οι εκλογές ανακοινώθηκαν. Τα κόµµατα ξεκίνησαν µε µεγαλύτερη ένταση πλέον τις επίσηµες προεκλογικές τους εκστρατείες . Οι αντιπαραθέσεις σε πρώτη φάση εµπεριέχουν πολλή «σκανδαλολογία» εκατέρωθεν.

Οι πολίτες δείχνουν µουδιασµένοι και σιωπηλοί εξαιτίας της τραγωδίας των Τεµπών. Αυτή η ατµόσφαιρα δηµιουργεί νευρικότητα στα κεντρικά επιτελεία των κοµµάτων, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, που κάνουν προσπάθεια να εµπλουτίσουν την εκλογική τους ατζέντα και να ενσωµατώσουν στην προγραµµατική τους στρατηγική τα νέα ζητούµενα που δηµιουργήθηκαν ως προς τη λειτουργικότητα του κράτους και τις «µαύρες τρύπες» που άφησε πίσω της η µνηµονιακή εποχή σε σχέση και µε τις πάγιες διαρθρωτικές εµπλοκές του ευρύτερου ∆ηµοσίου.

Σηµαντικό ζήτηµα παραµένει, εξάλλου, όχι µόνον για την εικόνα, αλλά και για την προοπτική, διεθνή και επενδυτική, της Ελλάδας η κατάσταση δοµικής διαφθοράς που τη χαρακτηρίζει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, µαζί µε το κοµµατικό κράτος, που γιγαντώθηκε τη δεκαετία του 1980 από τους µηχανισµούς του ΠΑΣΟΚ. Η κατάσταση δοµικής διαφθοράς της χώρας δεν αναφέρεται µόνον στις κυβερνήσεις και στον δηµόσιο τοµέα, αλλά και στον ιδιωτικό, που δεν µπορεί να επιβάλει ή να συµφωνήσει σε «καθαρούς όρους» ανταγωνισµού και σε παραγωγική και όχι «κλεπτοκρατική» επιχειρηµατικότητα.

Στην πρώτη φάση της επίσηµης εκλογικής περιόδου, µεγάλο µέρος της δηµοσιότητας και της πολιτικής αντιπαράθεσης καταλαµβάνουν τα σενάρια µετεκλογικών συνεργασιών µε στόχο την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που έχουν την αφετηρία τους στο σύστηµα απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Αλλά και σε µια γενικότερη ασάφεια που έχει δηµιουργηθεί για την απόκτηση αυτοδυναµίας στο Κοινοβούλιο, 151 βουλευτές, µε το σύστηµα της πιο αναλογικής ενισχυµένης που ψηφίσθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και θα ισχύσει στην περίπτωση που έχουµε δεύτερες εκλογές στις αρχές Ιουλίου.

Από τη µέχρι σήµερα συζήτηση, τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο, προκύπτει ότι δεν είναι καθόλου εφικτές οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Κύριος παράγοντας για την πραγµατικότητα αυτή είναι η θέση του µειοψηφικού ΚΙΝ.ΑΛ. - ΠΑΣΟΚ και του επικεφαλής του, κ. Ανδρουλάκη, ύµφωνα µε την οποία σε καµία περίπτωση δεν θα συµµετέχει σε κυβέρνηση συνασπισµού, είτε µε τη Νέα ∆ηµοκρατία είτε µε τον ΣΥΡΙΖΑ, µε πρωθυπουργό τον επικεφαλής τους, Κ. Μητσοτάκη και Αλ. Τσίπρα, αντίστοιχα, αλλά θα πρέπει να προκριθεί ένας τρίτος, «άγνωστος Χ», πρωθυπουργός, αποέλεσµα παρασκηνιακών διαβουλεύσεων και διεργασιών µεταξύ των ηγεσιών των κοµµάτων και σχετικής «καµαρίλας», χωρίς να υπολογίζεται η ψήφος των Ελλήνων. Επίσης, η άρνηση του ΚΙΝ.ΑΛ. - ΠΑΣΟΚ για σχηµατισµό τρικοµµατικής κυβέρνησης συνασπισµού µε συµµετοχή του ΜέΡΑ25 και του κ. Βαρουφάκη. Αλλά και η άρνηση πλέον του ΜέΡΑ25 να συµµετάσχει σε οποιαδήποτε κυβέρνηση συνασπισµού.

Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, εξάλλου, έχει αποκλειστεί µε επίσηµες τοποθετήσεις του κ. Τσίπρα από το φθινόπωρο ακόµα, και από τη ∆ΕΘ, η περίπτωση «κυβέρνησης ηττηµένων». ∆ηλαδή, ενός σχήµατος διακυβέρνησης µεταξύ του δεύτερου σε ψήφους κόµµατος (ΣΥΡΙΖΑ), του τρίτου (ΚΙΝ.ΑΛ.) και του έκτου (ΜέΡΑ25), µε τα ποσοστά που θα συγκεντρώσουν τα κόµµατα στην πρώτη εκλογική διαδικασία µε απλή αναλογική. Η πλατφόρµα αυτή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει αξιολογηθεί ως σοβαρή, λαµβάνοντας υπόψη ότι ως κόµµα διακυβέρνησης θέλει να πιέσει τους ψηφοφόρους να συσπειρωθούν σε µια «αντι-∆εξιά», αρνητική ψήφο για τον Κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία και πρόκριση του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο σε ψήφους και έδρες κόµµα ή, διαφορετικά, να παραµείνει στην αξιωµατική αντιπολίτευση, χωρίς να πειραµατίζεται µε ευκαιριακούς όρους αναλαµβάνοντας ευθύνες διακυβέρνησης.

Από την πλευρά της ηγεσίας της Κεντροδεξιάς, είναι σαφής η τοποθέτηση υπέρ των αυτοδύναµων κυβερνήσεων ως πιο λειτουργικών και αποτελεσµατικών τόσο στη διαχείριση κρίσεων που θα προκύψουν όσο και στην αναδιάρθρωση του κράτους και των κεντρικών πολιτικών που θα πρέπει να ακολουθηθούν για να ισχυροποιηθεί εκ νέου η Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό, ο κ. Μητσοτάκης µε σταθερότητα προκρίνει και δεύτερες εκλογές, προκειµένου να αποκτηθεί πλειοψηφία του πρώτου κόµµατος στο Κοινοβούλιο, µε πρωθυπουργό τον αρχηγό του, που θα διατηρεί έτσι άρτια δηµοκρατική νοµιµοποίηση απευθείας από τους πολίτες. Υπάρχουν στο παρασκήνιο και κάποια ακραία σενάρια που συζητούνται µεταξύ ψιθύρων και «ακριτοµυθιών».

Σύµφωνα µε αυτά, θα µπορούσε να υπάρξει «πραξικόπηµα» στο εσωτερικό της Κεντροδεξιάς στην περίπτωση που δεν προκύψει επαρκώς ενθαρρυντική ψήφος στην απλή αναλογική για τη Ν.∆. ή δεν υπάρξει αυτοδυναµία σε έδρες στο επόµενο Κοινοβούλιο µε τη νέα ενισχυµένη αναλογική. Ετσι να προκριθεί από τη Ν.∆. και το ΚΙΝ.ΑΛ. - ΠΑΣΟΚ άλλος πρωθυπουργός, µε κυβέρνηση συνασπισµού των δύο κοµµάτων. Εναλλακτικό σε αυτό είναι µια κυβέρνηση «ειδικού σκοπού», µε εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό. Επιστρέφουµε, δηλαδή, πολιτικά αρχικά, και οικονοµικά ενδεχοµένως στη συνέχεια, στην εποχή των µνηµονίων.

Οπου στην πρώτη περίπτωση διαµοιράζουν τα «ιµάτια» της διακυβέρνησης, τα «οφίτσια» των υπουργείων και τα επιχειρηµατικά «deals» του Ταµείου Ανάκαµψης, χωρίς τον λαό αποφασιστικό παράγοντα, τα «συστήµατα» νοµής της εξουσίας του «µεσαίου χώρου» Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς µε έναν δοτό από αυτούς πρωθυπουργό. Και στο δεύτερο σενάριο γίνεται κάτι µεγάλο, µε απόντα τον λαό αλλά και το κοµµατικό σύστηµα της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, που επί της ουσίας θα περιορισθεί σε ένα Κοινοβούλιο «κοµπάρσων». Και, αλήθεια, ποιος είναι ο «ειδικός σκοπός»; Μια νέα ευρωπαϊκή «αποικιοκρατία» µε νέα µνηµόνια; Μια µεγάλη συµφωνία µε δοµικές υποχωρήσεις µε την Τουρκία και µια αρχιτεκτονική «ηττηµένων», σε κάθε περίπτωση πολιτειακά µη νοµιµοποιηµένη, στην Ανατολική Μεσόγειο και τα ενεργειακά; Μια επόµενη ηµέρα µε περισσότερη διαφθορά στην υπάρχουσα διαφθορά και εκ νέου κυριαρχία «καρτέλ» οικονοµικοπολιτικών αντιπαροχών;

Η ψήφος στις εκλογές της 21ης Μαΐου και εκείνης του Ιουλίου µοιάζει µε τις δύο όψεις του ίδιου «νοµίσµατος». Οι πολίτες, αναλόγως µε τις επιλογές τους, είτε θα κρατήσουν στην ιδιοκτησία τους το «νόµισµα», ασκώντας την εξουσία τους, είτε θα το παραχωρήσουν σε ένα «off shore» καθεστώς πολιτικής, ηθικής και οικονοµικής αυθαιρεσίας, που θα καθορίσει την τύχη τους σύµφωνα µε ιδιωτικά του συµφέροντα και µαταιοδοξίες . Είναι τελικά ένα ζήτηµα επιλογής πρωθυπουργού και «επιτελικού κράτους»…

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 1/4