Ο Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας επιτύχει μια σταθερή επικράτηση, παρά τις δυτικές εμβολές, στις τελευταίες εκλογές ξεκινά την τελευταία του πενταετία με πολλές φιλοδοξίες για τον «αιώνα της Τουρκίας», αλλά και ορκίζοντας από την αφετηρία μια ισχυρή, ως προς τις προδιαγραφές, τις δυνατότητες και τις εμπειρίες, κυβέρνηση.

Μένοντας στα βασικά πρόσωπα αυτής θα πρέπει να σχολιαστεί ότι ο Χακάν Φιντάν αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών. Ο «αρχιτέκτονας» της αναμόρφωσης και της ισχυροποίησης των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας, έχοντας το αξίωμα του επικεφαλής τους από το 2010, περνά στη δημόσια διπλωματία -επίσης ως επικεφαλής. Αντίθετα, ο κύριος σύμβουλος του Ερντογάν μεταξύ των άλλων σε θέματα διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας, περιφερειακά ζητήματα Ανατολικής Μεσογείου, Ελληνοτουρκικά, σχέσεις με ΗΠΑ, ισορροπίες με Ρωσία, Ιμπραήμ Καλίν, αναλαμβάνει τις υπηρεσίες πληροφοριών. Το γεγονός της αξιοποίησης των δύο αυτών προσωπικοτήτων από τη «διακριτική διπλωματία» στην επίσημη και η συμβολή τους στο «παιχνίδι ηγεσίας» της Τουρκίας σε μια ευρύτερη περιοχή, που ξεκινά από τον Καύκασο και τη Βαλκανική και επεκτείνεται στις ζώνες της Μεσοποταμίας στην Εγγύς Ανατολή, στην οποία περιλαμβάνεται και το Ισραήλ, μέχρι το μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, με δύο επιπλέον επίπεδα, αυτό της ελληνοτουρκικής διαφοράς ειδικά στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου και των θαλάσσιων ζωνών στον Νότο, αλλά και του Ιράν, ως όλο και πιο στενού συμμάχου, θα πρέπει να προβληματίσει την Αθήνα στον σχεδιασμό της και τη Λευκωσία ως προς την επόμενη ημέρα του Κυπριακού.

Φιντάν και Καλίν ή Καλίν και Φιντάν είναι πρόσωπα που έχουν μεγάλη εμπειρία σε «ειδικές αποστολές» και «ειδικούς ρόλους», με πολλές ανεπίσημες επαφές και επιρροή στην Ελλάδα σε πολιτικούς, διπλωμάτες, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, ιδρύματα και ανθρώπους του παρασκηνίου. Πέραν της Ελλάδας είναι «παίκτες» που μπορούν να χειριστούν τα οράματα Ερντογάν και τις φιλοδοξίες της «νέας Τουρκίας», πρώτα δυτικά και μετά στην Ανατολή. Άρα οι όροι του παιχνιδιού θα είναι διαφορετικοί και πιο απαιτητικοί από την εποχή Τσαβούσογλου, ενός κατά βάση ανώτερου επιπέδου διπλωμάτη, ή του Ακάρ, στο υπουργείο Άμυνας. Οι προσβάσεις και ο βαθμός προσέγγισης της Ουάσιγκτον είναι διαφορετικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούν να επηρεάσουν δομικά -για παράδειγμα- τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις ή τις απαιτήσεις των ΗΠΑ από τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ. Μπορούν όμως να «παίξουν» με μεγάλες προϋποθέσεις στις περιφερειακές πολιτικές του «πλέγματος» της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο επερχόμενος πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης έχει λόγους από τώρα να μελετά τα νέα δεδομένα που εκπέμπουν οι επιλογές Ερντογάν στη νέα κυβέρνηση και να συγκροτήσει πιο «σύνθετα» πλάνα στα πρόσωπα που θα αναλάβουν ευθύνες κατ’ αντιστοιχία, αλλά και να μεταβάλει την «τουρκοπροσήλωση», που έχει αποκτήσει η ελληνική διεθνής πολιτική τούς τελευταίους μήνες, σε πολυμερή πολιτική ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά τα άλλα, η νέα κυβέρνηση Ερντογάν έχει επίσης ενδιαφέρον, καθώς το υπουργείο Οικονομικών το ανέλαβε ένα πρόσωπο που επιστρέφει από τη Βρετανία, ο Μ. Σιμσέκ, τον οποίο υπολήπτονται οι διεθνείς δομές και αγορές, τις Ένοπλες Δυνάμεις ο αρχηγός τους, στρατηγός Γ. Γκιουλέρ, το υπουργείο Εσωτερικών ο περιφερειάρχης Κωνσταντινούπολης, Αλί Γερλικάγια -το 2024 έχουν τοπικές εκλογές-, ενώ το κρίσιμο υπουργείο Ενέργειας και Φυσικών Πόρων το κράτησε η οικογένεια του προέδρου, με τον γαμπρό του υπουργό, τον Αλ. Μπαϊρακτάρ.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 6/6