Είναι παράδοση. Στρατοί που δεν πολεμάνε πέφτουν σε αδράνεια και γραφειοκρατική παρακμή. Και είναι γεγονός ότι οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν να πολεμήσουν ουσιαστικά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αξιωματικοί αποκτούν τα παράσημα σε ασκήσεις, εκπαιδεύσεις και από επιτελική δουλειά. Η συγκρότηση, η πειθαρχία, η συνέπεια με τους κανονισμούς, τα πρωτόκολλα ασφαλείας, η λειτουργικότητα του στρατεύματος υπόκεινται σε προβλήματα και στρεβλώσεις. Παρά ταύτα όσο κι αν έχουν αλλάξει οι καιροί και όσο κι αν κάποιοι βιαστούν να πουν «αυτό μας έλειπε, να στείλουμε τα παιδιά μας να πολεμήσουν για να αποκτήσουν εμπειρία πεδίου μάχης…», οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν μπορεί να εξελιχθούν ή να τους επιτραπεί να εξελιχθούν σε υδροκέφαλο δημόσιο οργανισμό παλαιάς κοπής. Η αποστολή τους παραμένει σημαντική ως προς την εγρήγορση, την πειθαρχία, την επιχειρησιακή ετοιμότητα, τη συγκρότηση των αξιωματικών και των υπαξιωματικών τους, την αξιοσύνη των επιτελείων τους - κεντρικών και περιφερειακών.

Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε στεριά, αέρα και θάλασσα δεν είναι μόνον αυτές που προβάλλονται με ασκήσεις, συνεκπαιδεύσεις, αλλά και επιχειρησιακή δράση σε οριακές συνθήκες, όπως οι ειδικές δυνάμεις στη στεριά, οι πιλότοι στον αέρα, οι αξιωματικοί και τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων στη θάλασσα. Το ζήτημα που ανέδειξε η περίπτωση της πυρκαγιάς στην 111 Πτέρυγα Μάχης στη Νέα Αγχίαλο, όπου και η βάση των F-16, είναι περίπλοκο. Γιατί αφορά το «βάθος» του στρατεύματος και της λειτουργίας του. Αφορά την ασφάλεια των στρατοπέδων, την πυρασφάλεια, την «αποψίλωση», την τήρηση των κανονισμών και των προβλεπόμενων πρωτοκόλλων. Όλα αυτά δεν είναι μια τυπική διαδικασία ως προς την εφαρμογή τους. Όπως έδειξε και η πραγματική ζωή και πέρα από τα σχετικά πορίσματα, υπάρχει πρόβλημα. Μπορεί τα χρόνια της κομματοκρατίας, οι εύνοιες στις κρίσεις των αξιωματικών, τα κριτήρια στις τοποθετήσεις τους, η κοινωνική αντίληψη του μη πολέμου που έχει εμπεδωθεί να μη βοηθούν. Όμως το τι συμβαίνει στο στράτευμα δεν αντιμετωπίζεται ως πολιτικό ζήτημα. Ακόμη και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, παρά το γεγονός ότι διαθέτει πολιτική ηγεσία, διοικείται επί της ουσίας από τα Γενικά Επιτελεία. Είναι το υπουργείο των Στρατιωτικών. Η ηγεσία του κάθε σώματος και το ΓΕΕΘΑ εγγυώνται την κατάσταση, την ψυχολογία και τη συγκρότηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι αξιωματικοί θα πρέπει να πάψουν να αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως πολιτικούς «κομφερανσιέ» με στρατιωτικές στολές και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Επίσης πολλοί από τους ανώτερους επιτελικούς αξιωματικούς, με μακρά πορεία στις δομές του ΝΑΤΟ, έχουν χάσει την επαφή τους με το πεδίο και αντιμετωπίζουν την αποστολή τους ως τεχνοκράτες του πολέμου. Περίπου δηλαδή όπως οι διπλωμάτες, οι καθηγητές στο πανεπιστήμιο ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι και η διοίκηση των εταιρειών σύγχρονων τεχνολογιών. Σημειωτέον ότι τέτοιου τύπου παρατηρήσεις για την κατάσταση στο στράτευμα και άλλες πολύ πιο δυσμενείς από αυτές, σε σχέση με την εξάρτηση αξιωματικών από κόμματα ή εταιρείες εξοπλισμών, αναφέρονται πλειστάκις από πρόσωπα που έχουν ίδια αντίληψη για το τι επικρατεί πίσω από τα τείχη του Πενταγώνου και των περιφερειακών διοικήσεων ή τις μάντρες των στρατοπέδων. Κάποια ζητήματα θα πρέπει να επανατοποθετηθούν από την αρχή. Ο «ωχαδερφισμός», ο κομφορμισμός και η διαπλοκή του ρουσφετιού αποτελούν την πιο ισχυρή «νάρκη» για τη συνοχή και τη δεινότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Και η Ελλάδα χρειάζεται ώριμο και καλά συντονισμένο Στρατό, Αεροπορία, Ναυτικό όχι πλέον μόνον απέναντι στην απειλή της Τουρκίας, αλλά για να υπηρετηθεί η εξελισσόμενη γεωπολιτική δυνατότητά της...

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»