Η «διπλωματία των σεισμών» την προηγούμενη άνοιξη δημιούργησε συνθήκες αποκλιμάκωσης στην ένταση διαρκείας που επικρατούσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από το 2020 . Από εκεί και πέρα υπήρξε μια σταθεροποίηση απόρροια και δύο επιπλέον κρίσιμων παραγόντων. Ο ένας διεθνοπολιτικός και ο άλλος αμιγώς πολιτικός. Η πίεση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για ισορροπία στις σχέσεις των δυο χωρών. Η προοπτική των εκλογικών αναμετρήσεων για την εκλογή προέδρου και Κοινοβουλίου στην Τουρκία και πρωθυπουργού και κυβέρνησης στην Ελλάδα. Η αλλαγή του κλίματος που κατεγράφη και μάλιστα με σταθερότητα και ενθαρρυντικές δηλώσεις ένθεν και ένθεν για μια διαδικασία συνεννόησης των δύο χωρών, χωρίς τη χρήση στρατιωτικών μέσων, δημιούργησε ένα περιβάλλον αισιοδοξίας. Κάποιοι στην Ελλάδα βιάστηκαν να μιλήσουν για παραχωρήσεις έναντι συμφωνίας ή, πιο συγκεκριμένα, προσφυγής στη Χάγη για το χρόνιο ζήτημα της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στις δύο επικράτειες.

Αυτό το κλίμα παραχωρήσεων, που καλλιέργησαν κάποιοι κύκλοι των Αθηνών, χωρίς λογική συνδέθηκε με κάποιες συζητήσεις προ εικοσαετίας επί πρωθυπουργίας Σημίτη που και ανολοκλήρωτες έμειναν, στο επίπεδο των προθέσεων, αλλά και ανεφάρμοστες θα κατέληγαν, κάτι σαν σχέδιο Ανάν για το Αιγαίο, στην περίπτωση που η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν. Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους, χωρίς πλέον να προκαλούν, με παραβιάσεις ή επιθετικές δηλώσεις, δεν έδειξαν διαθέσεις υποχώρησης από τη μακρά, έωλη ατζέντα διεκδικήσεων που βάζουν σε μια «μακιαβελικού» χαρακτήρα διάρθρωση της συζήτησης με την ελληνική πλευρά. Τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα στη συνέχεια εξελίχθηκαν οι εκλογικές διαδικασίες, χωρίς να υπάρξουν ανατροπές στην πολιτική διοίκηση των δύο χωρών. Ερντογάν στην Τουρκία και Μητσοτάκης στην Ελλάδα με ανανεωμένη θητεία και σταθερότητα διακυβέρνησης σε βάθος χρόνου. Ελάχιστες εβδομάδες μετά και το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα -η Τουρκία είχε προηγηθεί χρονικά-, υπήρξαν οι πρώτες επαφές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λιθουανία. Οι επαφές και οι συζητήσεις αυτές είναι σίγουρα ένα θετικό βήμα από μόνες τους, αφού επί μακρόν κατά την προεκλογική περίοδο στη γείτονα ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωνε σε όλους τους τόνους ότι δεν ήθελε καμία συζήτηση με τον κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του, σε περίπτωση επανεκλογής του.

Ο διάλογος με την Τουρκία για τη μεταξύ μας ιστορική διαφορά αλλά και για τα ζητήματα της επονομαζόμενης θετικής, αλλά «χαμηλής», ατζέντας σίγουρα δεν πρέπει να τρομάζει. Καλύτερα να συζητάμε πάρα να κραδαίνουμε τα «ξίφη» μας. Υπάρχουν ζητήματα πολιτικής προστασίας, τουρισμού, εμπορίου, παράτυπης μετανάστευσης -όση αξιοπιστία μπορεί να έχει η Τουρκία και οι μυστικές υπηρεσίες της στο τελευταίο ζήτημα-, ακόμη και οι σχέσεις της με την Ευρώπη, στη βάση του ρεαλισμού και όχι των ανοησιών που για χρόνια ακούγονταν στην Ελλάδα ότι η Τουρκία θα ενταχθεί ως πλήρες μέλος στην χριστιανική ένωση, των ευρωπαϊκών εθνών. Είναι ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να διερωτηθούμε ή, καλύτερα, να ορίσουμε πού βρισκόμαστε, αφού από το πού βρισκόμαστε εξαρτάται και το όριο των προσδοκιών που μπορούν να υπάρξουν για το πού μπορεί να φθάσει η έναρξη αυτή του διαλόγου. Πρόσφατα, τις τελευταίες ημέρες, ο νέος υπουργός Εξωτερικών, κ. Γεραπετρίτης, ανέφερε σε σχέση με το όριο αυτής της συζήτησης ότι δεν θα δεχθεί «να αποτελέσουν μέρος αυτού του διαλόγου θέματα που άπτονται της κυριαρχίας, όπως τα ελληνικά χωρικά ύδατα ή η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Προφανώς, τα θέματα ελληνικής κυριαρχίας εμπίπτουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα και τη δικαιοδοσία της Ελλάδας».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»