Οι περιφερειακές εκλογές γα την Αυτοδιοίκηση θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά τόσο σε σχέση με τις εθνικές εκλογές για την επιλογή κυβέρνησης και κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης όσο και σε σχέση με τις ευρωεκλογές για τους εκπροσώπους της Ελλάδας στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο.

Τα κόμματα αντιμετωπίζουν συνήθως τις περιφερειακές εκλογές ως μια δημοσκόπηση με κάλπη. Αλλά η πραγματικότητα της επιλογής τοπικών εξουσιών είναι απολύτως σημαντική, με τους σύγχρονους όρους, με αρμοδιότητες και πόρους, χωρίς να συσχετίζεται με την κεντρική πολιτική σκηνή και κυρίως την κρατική δομή.

Στην παρούσα συγκυρία επιλέξαμε πρωθυπουργό, κυβέρνηση και Κοινοβούλιο με τις διαδοχικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου. Έτσι δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσεγγιστούν οι εκλογές του Οκτωβρίου με κριτήρια πολιτικών εθνικών εκλογών. Στις περιφερειακές εκλογές του Οκτωβρίου έχουμε να επιλέξουμε περιφερειάρχες και δημάρχους. Να κρίνουμε τους υπάρχοντες και να αξιολογήσουμε τους υποψήφιους για τη νέα περίοδο. Σχετικά με τους περιφερειάρχες τα πολιτικά κριτήρια που ακολουθούν τα κόμματα -συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης- έχουν μια λογική.

Οι περιφερειάρχες έχουν υποκαταστήσει ουσιαστικά τους παλιούς νομάρχες, σε ευρύτερη χωροταξικά συγκρότηση. Οι νομάρχες διορίζονταν από τις κυβερνήσεις και αποτελούσαν την ανώτερη περιφερειακή γραφειοκρατία του υπουργείου Εσωτερικών. Συνεχίζουν και σήμερα, μετά τις δομικές αλλαγές που καθιερώθηκαν από την ευρωπαϊκή κεντρική αντίληψη περί διάρθρωσης των δομών των μελών της Ένωσης, να αποτελούν τους πυλώνες του περιφερειακού κράτους. Αλλά το περιφερειακό κράτος κηρύσσεται ως αυτοδιοίκητο στη σχέση εξάρτησης με το κεντρικό. Θα μπορούσε δηλαδή σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, χωρίς κουλτούρα ομοσπονδίας και ισχυρής αυτοδιοίκησης, όπως για παράδειγμα η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία, οι Σκανδιναβοί και άλλοι, το περιφερειακό κράτος ανά περιοχή να βρίσκεται σε πλήρη ανταγωνισμό και σύγκρουση με το κεντρικό.

Σημειωτέον ότι η περιφερειακή διοίκηση έχει τόσες αρμοδιότητες και προπάντων πόρους αποφασιστικής διαχείρισης από τα ευρωπαϊκά ταμεία, που σε μια τέτοια περίπτωση οι αποφάσεις και οι στρατηγικές επιλογές της κεντρικής κυβέρνησης σε θέματα ανάπτυξης, περιβάλλοντος, υποδομών, παραγωγής να κατέληγαν έωλες ή μη εφαρμοζόμενες. Τον κίνδυνο αυτόν οι εκάστοτε κυβερνήσεις και η σημερινή, υπό την πρωθυπουργία Μητσοτάκη, επιδιώκουν να αποσοβήσουν θέτοντας πολιτικά κριτήρια στην εκλογή περιφερειαρχών. Δημοσιοποιούν τη στήριξή τους σε συγκεκριμένες υποψηφιότητες, επιδιώκοντας τη συναντίληψη και την εναρμόνιση των επιλογών και των αποφάσεων κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης. Το «στοίχημα» των περιφερειακών εκλογών του Οκτωβρίου για τη Νέα Δημοκρατία είναι η επικράτηση υποψηφίων που στηρίζει και στις 13 Περιφέρειες της χώρας - και αυτό δεν είναι συγκυριακό ή δομικά αδικαιολόγητο.

Αντίθετα, στο πυκνό δίκτυο των δήμων οι πολίτες-δημότες θα πρέπει να ψηφίσουν κατ’ ουσίαν με τοπικά κριτήρια. Δηλαδή πόσο ευχαριστημένοι είναι από τη δημοτική τους Αρχή; Υπάρχουν υποψηφιότητες που διεκδικούν τον δήμο και δημιουργούν προσδοκίες για μια αναβαθμισμένη πραγματικότητα και υπηρεσίες; Οι δημότες θα πρέπει να είναι αυστηροί. Η κομματική υποστήριξη εδώ χρησιμεύει ως άλλοθι ή καταγραφή δυνάμεων. Έχουμε κάθε λόγο ως πολίτες να έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τη δυναμική εξέλιξης του περιφερειακού κράτους στη Ελλάδα.

Οι εκλογές του Οκτωβρίου, που τυγχάνουν πολύ πλησίον χρονικά στις εθνικές εκλογές και στην πρόσφατη επιλογή κεντρικής κυβέρνησης, μας δίνουν την ευκαιρία, πέρα από πολιτικά κριτήρια, να δείξουμε τη δυσαρέσκειά μας ή αντίστοιχα με τοπικά κριτήρια την επιδοκιμασία μας για το έργο και την αποτελεσματικότητα των «τοπικών αρχόντων» μας.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 14/8