Στο χθεσινό, από κάθε πλευρά ενδιαφέρον, δείπνο που παρέθεσε ο Έλληνας πρωθυπουργός στην Αθήνα, με προσκεκλημένους όλους τους ηγέτες των Δυτικών Βαλκανίων και παρούσα τη θεσμική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φον ντερ Λάιεν, Σαρλ Μισέλ, δεν ήταν η Αλβανία.

Αυτό συνέβη όχι τυχαία, αλλά ως μια εκδήλωση διαμαρτυρίας του κ. Μητσοτάκη και της ελληνικής διπλωματίας για τις μεθοδεύσεις από τον Έντι Ράμα και τη διοίκηση της Αλβανίας με στόχο την de facto ακύρωση της εκλογής του ομογενούς Φ. Μπελέρη στη δημαρχία της Χειμάρρας. Το Μέγαρο Μαξίμου δεν εκδήλωσε τη δυσαρέσκεια της Ελλάδας για τις καθεστωτικές μεθοδεύσεις στη γειτονική χώρα αποκλείοντας την Αλβανία. Προσκάλεσε όμως, αντί για τον πρωθυπουργό, τον πρόεδρο Μπαϊράμ Μπεγκάι. Αυτός προφασίσθηκε κώλυμα και δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση.

Άσχετα με την ουκρανική παράμετρο, που έχει και αυτή το δικό της ενδιαφέρον, η Αλβανία έχασε το momentum να εμφανισθεί στο δείπνο αυτό ως μία από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, που ήδη έχει αποκτήσει πλεονέκτημα με την ενταξιακή πορεία στο ΝΑΤΟ, αλλά και στην προδιαδικασία για την ένταξη στη «λέσχη της Ευρώπης». Χάνει επίσης την ευκαιρία, με τις επιλογές και προπάντων τις «σκοτεινές» εξαρτήσεις Ράμα από οργανωμένα επιχειρηματικά συμφέροντα της χώρας του, να αναδείξει τις δυνατότητες συντονισμού σε θεσμικό επίπεδο με την Ελλάδα για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση των ΑΟΖ, εφόσον τα δύο μέρη δεν φθάνουν σχετικά σε διμερή συμφωνία, αλλά και να αξιοποιήσει την ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου ή Νοτίου Αλβανίας ως «απόδειξη» για την εμπέδωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του σεβασμού των μειονοτήτων, προαπαιτούμενο για τη στενή σχέση με τη Δύση.

Αντίθετα ο κ. Ράμα προχώρησε στη βάση της υπόθεσης Μπελέρη στην εξυπηρέτηση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων της αλβανικής μαφίας, που επιθυμεί εύλογα να τοποθετήσει κεφάλαιά της και να έχει πλεονέκτημα στην τουριστική και οικιστική ανάπτυξη επίμαχων περιοχών, πολλών ιδιοκτησίας Ελλήνων, που εντάσσονται σε αυτό που ονομάζεται «Αλβανική Ριβιέρα». Ο πρωθυπουργός της Αλβανίας έτσι «παίζει» το εθνικιστικό χαρτί για να καλύψει τις μεθοδεύσεις του αυτές και τις εξαρτήσεις που έχει από συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κύκλους της «μαύρης» οικονομίας. Δεν αντιλαμβάνεται προφανώς ο κ. Ράμα ότι οι διεθνείς διωκτικές Αρχές τόσο των ΗΠΑ όσο και οι ευρωπαϊκές, που ειδικεύονται στο «ξέπλυμα μαύρου χρήματος» και το τραπεζικό σύστημα swift, δεν θα επιτρέψουν σε μια εθνική επικράτεια που εντάσσεται στους δυτικούς θεσμούς και οργανισμούς να σχετίζεται στο 7%-10% των κεφαλαίων του προϋπολογισμού της με «μαύρα ταμεία» της διεθνούς δράσης της αλβανικής μαφίας, που προέρχονται από ναρκωτικά, λαθρεμπόριο όπλων και οργάνων, τζόγο, πορνεία και trafficking ανθρώπων.

Τουτέστιν η Αλβανία δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως χώρα-πλυντήριο. Θα πρέπει εξάλλου να ληφθεί υπόψη ότι ο Αλβανός πρωθυπουργός μπορεί να προσκαλεί την Ιταλίδα ομόλογό του Τζόρτζια Μελόνι για διακοπές στη «Ριβιέρα», προμοτάροντας το τουριστικό προϊόν Αλβανία ως προορισμό, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν θα εξελιχθεί σε σύγκρουση Ελλάδας - Ιταλίας στο πεδίο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διασφάλισης των δημοκρατικών στοιχειωδών πολιτικών ελευθεριών. Τόσο η Ιταλία όσο και η Ελλάδα είναι παλαιά μέλη τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμμαχοι μεταξύ τους. Η Αλβανία είναι η χώρα που επιδιώκει να ενταχθεί με ουσιαστικό και οργανικό πλέον τρόπο στις «λέσχες» της Δύσης και αυτό θα συμβεί αφού επιλέξει σε ποιον κόσμο θέλει να βρίσκεται από πλευράς κανόνων.

Διαφορετικά, επιστολές όπως αυτή του Έλληνα υπουργού κ. Γεραπετρίτη προς τους ομολόγους του θα βάζουν «φρένο» στα μεγαλόπνοα σχέδια των Τιράνων…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 22/8