Η φοροδιαφυγή, τα έσοδα και η κοινωνική δικαιοσύνη
Ο Κ. Μητσοτάκης είναι ένας φιλελεύθερος πολιτικός με δεξιά αντίληψη. Με την έννοια αυτή ως πρωθυπουργός έχει στις προτεραιότητές του την ανάσχεση των στρεβλώσεων της αγοράς και την εμπέδωση ισότητας ευκαιριών και υποχρεώσεων στους πολίτες άσχετα με καταγωγή και οικονομική τάξη. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης από την πρώτη θητεία ακόμη, αλλά και ως «αιχμή του δόρατος» στη δεύτερη, έχει θέσει ως κεντρικούς στόχους, πρώτον, τη μείωση των φόρων και, δεύτερον, την αύξηση των εισοδημάτων, κατώτερων και μέσων. Για να υλοποιηθούν οι στόχοι αυτοί υπάρχει μία προϋπόθεση. Η ανάσχεση του δομικού φαινομένου στη σύγχρονη Ελλάδα, που είναι η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή. Η δεύτερη είναι ζήτημα νομικού πλαισίου και ευκαιριών που δίνει. Η πρώτη είναι παράνομη πρακτική, αδίκημα και εκτροπή. Διαδοχικές δηλώσεις και τοποθετήσεις, τόσο σε επίπεδο πρωθυπουργού όσο και σε επίπεδο κυβερνητικών στελεχών ή τεχνοκρατών, έχουν θέσει τον στόχο της ανάσχεσης της φοροδιαφυγής ως πρωταρχικό για να κινηθούν η οικονομία και η καθημερινότητα σε επίπεδα ευημερίας.
Τα στατιστικά στοιχεία της επίσημης αρμόδιας Αρχής της χώρας, ΕΛΣΤΑΤ, στη βάση των δηλώσεων φορολογίας των πολιτών δείχνουν ένα σκάνδαλο διαρκείας. Ουσιαστικά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι οι πιο πλούσιοι Έλληνες, καλύπτοντας σε συντριπτικό βαθμό τις ανάγκες του προϋπολογισμού και των δημοσίων δαπανών, έναντι των αυτοαπασχολούμενων και των επιχειρηματιών ή μερισματούχων. Ταυτόχρονα οι ίδιοι πολίτες, τα εισοδήματα των οποίων είναι περιορισμένα ή μέσα, αφού οι μισθοί και φυσικά οι συντάξεις όλων των κατηγοριών είναι συμπιεσμένοι σε δομικό επίπεδο μετά τις μνημονιακές περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, συμμετέχουν σε όλη την επιβάρυνση των έμμεσων φόρων, που στη χώρα μας κυμαίνονται στα υψηλότερα ευρωπαϊκά επίπεδα, στη λογική της ασφάλειας των δημοσίων εσόδων, ισομερώς με τους φοροδιαφεύγοντες.
Θα μπορούσαν να παρατεθούν για μία ακόμη φορά τα συγκεκριμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που πλέον όμως καταλήγει ανιαρή επανάληψη, που δείχνουν τη μεγαλύτερη μερίδα των αυτοαπασχολούμενων να δηλώνει 10.000 ευρώ εισόδημα, ακόμη και οικογενειακό, τον χρόνο, τους επαγγελματίες ή τους επιχειρηματίες να κινούνται σε 20.000-30.000 τον χρόνο, ενώ τα ποσοστά πολιτών που δηλώνουν στις κατηγορίες των 50.000, 100.000, 150.000 και 200.000 τον χρόνο να αποτελούν ισχνές μειοψηφίες. Αν παρακολουθήσουμε τα στοιχεία των δηλώσεων στην εφορία, θα είμαστε βέβαιοι ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα πένητων, που ψάχνουν στα σκουπίδια στη συντριπτική τους πλειονότητα για ένα πιάτο φαγητό. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον να αναλογισθούμε τη στρεβλή εικόνα των γενικών στατιστικών για τη χώρα μας στις ευρωπαϊκές και διεθνείς κατατάξεις και έρευνες για το επίπεδο ευημερίας ή τους διαχωρισμούς στην οικονομικοκοινωνική συγκρότηση του πληθυσμού, που βασίζονται, όπως είναι λογικό, σε αυτά τα επίσημα στοιχεία.
Όλα αυτά καταλήγουν σε ένα «τοπίο στην ομίχλη» για οποιαδήποτε θεώρηση κοινωνικής δικαιοσύνης, δεξιάς ή αριστερής, αλλά και σε μια «νάρκη» για τη χάραξη αναπτυξιακών και μεταρρυθμιστικών στρατηγικών για τη χώρα. Και σε αυτό το επίπεδο, ουσιαστικά, υπάρχουν δύο Ελλάδες. Η «Ψωροκώσταινα» σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις και το «Ελ Ντοράντο» της «αρπαχτής» και της απάτης στην πραγματική ζωή. Φυσικά ο στόχος του πρωθυπουργού, του οικονομικού επιτελείου, αλλά και της ΑΑΔΕ, εξοπλισμένης πλέον με εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, δεν μπορεί να είναι άλλος από το να συντρίψουν αυτή τη χρόνια κατάσταση και να επιβάλουν διά της καταστολής και των προστίμων μια νέα… κοινωνική, εθνική και αγοραία ηθική συγκρότηση, ανάλογη τουλάχιστον με εκείνη της υπόλοιπης Δυτικής Ευρώπης.