Υπάρχει ένα παλαιοδεξιό σύνδρομο που έρχεται στο προσκήνιο, μαζί με το παλαιό κομμουνιστικό ισοδύναμό του, κάθε φορά που η Ελλάδα, ειδικά στην παρούσα φάση της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, εκδηλώνει τη συνέπεια ένταξής της στο δυτικό στρατόπεδο και, πολύ περισσότερο, όταν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες εντός αυτής της διεθνοπολιτικής στρατηγικής. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο 2022 και η Ελλάδα ευθυγραμμίσθηκε όχι μόνον ρηματικά αλλά και έμπρακτα στο πλευρό του Κιέβου, ως μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρώντας διά στόματος πρωθυπουργού ότι με τον τρόπο αυτό τάσσεται στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», οι κύκλοι αυτοί της Δεξιάς εκδήλωσαν τις αντιρρήσεις τους.

Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να στραφεί εναντίον της Ρωσίας; Στα επιχειρήματά τους πάντα δεσπόζει η «ουδετεροφιλία» έναντι των «μεγάλων δυνάμεων». Δηλαδή, ναι μεν να είμαστε με την πλευρά των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών δυτικών δυνάμεων, αλλά με λόγια και με τακτικισμούς αδράνειας να «αλληθωρίζουμε» διπλωματικά και διεθνοπολιτικά προς τη Ρωσία. Να διατηρούμε ουσιαστικά μια σχέση υποτελούς απέναντι στην Τουρκία, αφού κι εμείς θα υιοθετούμε την αντίληψη του «επιτήδειου ουδέτερου». Αλλά η Ελλάδα, τόσο ως έκταση όσο και ως προς τις δυνατότητές της εξαιτίας του μειωμένου όγκου πληθυσμού και οικονομίας, θα βρίσκεται στην καλύτερη περίπτωση σε μια σχέση 7 προς 10, σε βάρος της, με την Τουρκία.

Παράλληλα, η Μόσχα πάντα αντιμετώπιζε την Ελλάδα, παρά το ομόδοξο, ως αναπόσπαστο μέρος της αγγλο-αμερικανικής Δύσης. Αυτό αποδεικνύεται ιστορικά από τον Μεσοπόλεμο και την εποχή μετά τον Β' ΠΠ, αλλά και από πρόσφατα γεγονότα, όπως όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και μέλη της κυβέρνησής του, με κομμουνιστικές καταβολές, προσέφυγαν στο Κρεμλίνο του Πούτιν για να στηρίξει την προσπάθεια διαφυγής από την πίεση των δυτικών πιστωτών. Ο Ρώσος πρόεδρος πήρε τηλέφωνο την ισχυρή καγκελάριο, που συντόνιζε τότε το «κλαμπ» της Ευρώπης, και αναφέρθηκε στην ελληνική «αταξία».

Αν πάμε στα παλιά, τα γεγονότα προ ενός αιώνα, στα οποία συχνά αναφέρονται οι θιασώτες των παλαιοδεξιών αντιλήψεων, η Μικρασιατική Καταστροφή δεν προήλθε από το γεγονός ότι η Ελλάδα συμμετείχε στον Κριμαϊκό Πόλεμο, με την πλευρά της Αντάντ, υποστηρίζοντας τους «Λευκούς» (τσαρικοί) απέναντι στους «Κόκκινους» (μπολσεβίκοι). Προήλθε ως απότοκος του εθνικού διχασμού ανάμεσα στους τότε Βασιλικούς-«ουδετερόφιλους» και τους Βενιζελικούς-δυτικόφιλους, αλλά και την πολιτική αστάθεια και ρευστότητα. Στην παρούσα φάση η Ελλάδα -και όχι σήμερα αλλά σχεδόν μια δεκαετία τώρα με διαφορετικούς ρυθμούςκινείται πέρα από τα σύνδρομα της ηττοπάθειας και της ταπείνωσης της τότε απώλειας της Ιωνίας και του Πόντου. Επιχειρεί να διαφύγει από τη διεθνοπολιτική «αναξιοπρέπεια» του δόγματος που ακολούθησε την οπισθοχώρηση από τη Συνθήκη των Σεβρών στη Συνθήκη της Λωζάννης: «Της μικρής πλην έντιμης Ελλάδας». ΚΑΙ,

Αλήθεια, τι πέτυχε η Ελλάδα με το φοβικό και ανειλικρινές αυτό δόγμα; Πέρα από τη νίκη και την πρόσκτηση εδαφών από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου τοποθετήθηκε θεσμικά στη «σωστή πλευρά της ιστορίας» με πρωτοβουλία Μεταξά, ήττες και απώλειες εδαφών και δικαιωμάτων ούσα αναξιόπιστη για τους δυτικούς και «ξένη» για τη μοσχοβίτικη Ανατολή. Η «στρατηγική της αδράνειας» που υποστηρίζει η παλαιοδεξιά και η «στρατηγική του ενδοτισμού» που προώθησε ο σοσιαλδημοκρατικός, φιλογερμανικός εκσυγχρονισμός δεν οδήγησαν παρά σε «Αττίλες», Ίμια και Σύμφωνα τύπου Μαδρίτης και Ελσίνκι.

Ο νεο-βενιζελισμός του Κ. Μητσοτάκη, πέντε χρόνια τώρα, αποδίδει αποτελέσματα και δίνει «όπλα» στην Ελλάδα, πέρα από τις επικλήσεις του διεθνούς δικαίου. Στην πραγματική διεθνή πολιτική των δρώντων...

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 24/8