Μέσα στους επόμενους μήνες η Ελλάδα προβλέπεται με ασφάλεια ότι θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα της, έπειτα από περίπου μία δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι για μια πολύ ευρεία ομάδα διεθνών funds, ειδικά αυτών που συνδέονται με την αμερικανική οικονομία και τη Γουόλ Στριτ, η αναβάθμιση αυτή θα μεταφραστεί ως «πράσινο φως» για παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα μας.

Η Ελλάδα γεωπολιτικά, στρατιωτικά, πολιτικά, επιχειρησιακά συνδέεται άμεσα και όλο και πιο στενά, συμβατικά αλλά και κοινωνικά, με τις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της ανάπτυξης ως σχεδιασμός θα πρέπει να αποκτήσει ουσιαστικό και δομημένο περιεχόμενο. Κρίσιμο ζήτημα είναι το στρατηγικό βάθος της και όχι μόνον η επιδίωξη των βραχυπρόθεσμων ωφελημάτων στους οικονομικούς δείκτες και τις θέσεις εργασίας. Από τη στιγμή που η Ελλάδα, εξαιτίας της δημοσιονομικής κατάρρευσής της και της μνημονιακής δεκαετίας που ακολούθησε, αλλά και των ελλειμμάτων της προηγούμενης απ’ αυτήν δεκαετίας, έχει υποστεί στην ουσία αποβιομηχάνιση, η νέα αφετηρία θα πρέπει να οριστεί και να περιγραφεί με όρους μέλλοντος.

Υποκαθιστώντας την υπερεκτίμηση του τομέα των υπηρεσιών των δεκαετιών 1990 και 2000, θα πρέπει να αφιερωθεί ενέργεια, σε κυβερνητικό επιτελικό επίπεδο, ώστε η χώρα μας να μπει με δημιουργικούς όρους στην παραγωγή τεχνολογιών και σχετικών εργαλείων, που απαιτούν υψηλή εξειδίκευση και υπόσχονται όχι μόνον καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και επιχειρηματικά κέρδη, αλλά και ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη ήδη από τις αρχές της πρώτης τετραετίας δοκίμασε και εν πολλοίς πέτυχε, με τα δεδομένα του τότε, να δημιουργήσει συνθήκες και τελικά να υποδεχθεί η χώρα μας παραρτήματα και επενδύσεις των μεγάλων παγκόσμιων εταιρειών τεχνολογιών, τύπου Microsoft, Apple, Cisco, των ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα υπήρξε μια ενθάρρυνση και μια θετική οργάνωση υποδομών για τις εταιρείες start ups. Στην παρούσα όμως φάση τα κριτήρια αλλάζουν και οι συνθήκες για την Ελλάδα γίνονται ακόμη πιο ευνοϊκές. Από τη μια, μπαίνουμε με μεγάλη ταχύτητα στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και του σχεδιασμού και παραγωγής σχετικών με αυτή εργαλείων, ενώ, από την άλλη, η ελληνική οικονομία επιστρέφει στις αναπτυγμένες χώρες, έχοντας μάλιστα προς επίλυση χρονίζοντα ζητήματα που σχετίζονται με τη λειτουργικότητα του κράτους, τη γραφειοκρατία και την ταχύτητα των δικαστικών αποφάσεων, όπως δείχνουν σχετικά νομοσχέδια που είναι προς ψήφιση ή έχουν ψηφιστεί.

Άρα στο κατώφλι της νέας αυτής εποχής η Ελλάδα μπορεί να βασιστεί στην πρόσκτηση αμερικανικών κεφαλαίων και στη στενή συνεργασία και με ισραηλινές εταιρείες, σε σύμπραξη φυσικά με εγχώρια κρατικά και ιδιωτικά κεφάλαια, ώστε να προχωρήσει σε ανάπτυξη στον χώρο των τεχνολογιών αιχμής. Το μοντέλο που ακολουθείται από τις ελληνικές κυβερνήσεις είναι εισαγωγικό στις τεχνολογίες, τώρα θα πρέπει και μπορεί να γίνει παραγωγικό. Η ανάπτυξη του τομέα των τεχνολογιών μπορεί να συνδυαστεί, όπως συνηθίζεται και σε άλλες ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, με την ταυτόχρονη παραγωγική αναβάθμιση της πολεμικής βιομηχανίας. Για την παραγωγή drones, συμπαραγωγές με ξένους ομίλους στην αεροπορία και πυρομαχικά για τις χερσαίες δυνάμεις. Θα πρέπει να σημειωθεί άλλωστε ότι οι δυναμικές σχέσεις που αναπτύσσονται με αραβικές χώρες -και τώρα πλέον και με την Ινδία- θα πρέπει να βρουν πρακτικό αποτύπωμα επί ευρωπαϊκού εδάφους σε τέτοιου τύπου στρατηγική.

Για όσους δηλώνουν απαισιόδοξοι ή ανασφαλείς, αξίζει να υπογραμμιστεί η σημασία αλλά και ο βαθμός δυσκολίας της επαναλειτουργίας των τριών ναυπηγείων στη χώρα μας, που είχαν «απαλλοτριωθεί» ή πτωχεύσει την εποχή της αποβιομηχάνισης. Άλλη μια επιτυχία της διακυβέρνησης Μητσοτάκη…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 7/9