Οι επιπτώσεις από την καταστροφή του θεσσαλικού κάμπου, πέρα από τους νεκρούς που -μέχρι να πέσει η στάθμη του νερού- κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει, περιγράφονται σε απώλειες στις φυτικές παραγωγές και τα ζώα, τα σπίτια και τις ιδιωτικές περιουσίες, όπως και στις δημόσιες υποδομές.

Νέα πολύ αρνητικά δεδομένα προκύπτουν έτσι για την επόμενη ημέρα σε επίπεδο χώρας - και όχι μόνον περιφέρειας ή περιοχής. Στον θεσσαλικό κάμπο -μιλώντας σε επίπεδο νομών, η Μαγνησία, η Καρδίτσα, τα Τρίκαλα, η Λάρισα- βρίσκεται πλημμυρισμένο και κατεστραμμένο περίπου το 25% του συνολικού πρωτογενούς τομέα. Αν υπολογίσουμε και την καταστροφή στον Έβρο και τη Θράκη ή τη Ρόδο από τις πυρκαγιές πριν από ελάχιστες εβδομάδες, κατανοούμε ή καλύτερα μπορούμε να αντιληφθούμε το πρόβλημα που δημιουργείται για το σύνολο της οικονομικής ζωής και την καθημερινότητα των Ελλήνων. Κατ’ αρχάς, από τη νέα εβδομάδα θα σημειωθεί άλμα στις τιμές των τροφίμων, είτε στα κηπευτικά και τα φρούτα είτε στο κρέας και το γάλα. Οι τιμές στην Ελλάδα στο σουπερμάρκετ είναι ήδη απαγορευτικές για το μέσο νοικοκυριό και το περιβάλλον θα γίνει ακόμη πιο ασφυκτικό.

Οι αποζημιώσεις για τις περιουσίες που χάθηκαν, αλλά και για τις δημόσιες υποδομές που καταστράφηκαν, θα συνυπολογιστούν σε έναν «λογαριασμό» δυσθεώρητο για τα ελληνικά δημοσιονομικά δεδομένα, που μπορεί να εκτιμηθεί ως τέτοιος από σήμερα, σε αντίθεση με τους νεκρούς. Ως αποτέλεσμα, θα πρέπει να αναθεωρηθεί ο προϋπολογισμός, με προσθήκη έκτακτων ανελαστικών βαρών. Φυσικά, οι έκτακτες αυτές ανελαστικές κρατικές δαπάνες δεν θα αφορούν μόνον τον προϋπολογισμό του 2024, αλλά και τους επόμενους προϋπολογισμούς. Αυτό σημαίνει ότι τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας επιβαρύνονται σημαντικά, σε μια περίοδο κατά την οποία οι γενικές νόρμες της Ευρωζώνης, σε αντίθεση με την περίοδο της πανδημίας, προσβλέπουν σε περιορισμό των δαπανών για την αντιμετώπιση του επιθετικού πληθωρισμού που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία.
Η πίεση που θα ασκηθεί είναι διπλή: από τη μια, δημοσιονομική, και από την άλλη, σε επίπεδο καθημερινότητας. Βεβαίως, όπως ήδη ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δήλωσε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στις πληγείσες περιοχές, η ελληνική οικονομία έχει βρει τον «βηματισμό» της και κινούμαστε με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς από τη δεκαετία των μνημονίων. Όμως, η αποκατάσταση των δημόσιων υποδομών και η ενίσχυσή τους, με την προώθηση των αποζημιώσεων και τοπικών αναπτυξιακών πλάνων, δεν είναι κάτι απλό, τουναντίον: αν συνυπολογίσουμε τις «αγκυλώσεις» της ελληνικής γραφειοκρατίας, μετά τα πρώτα 10.000 ευρώ αρχικής στήριξης των πληγέντων, τις αδυναμίες, την ανικανότητα και τη διαφθορά που χαρακτηρίζει την Τοπική Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας -έστω και αν δεν χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη περιφέρεια- και την αβελτηρία σε πολιτικούς χειρισμούς που προκύπτει, όταν μια καταστροφή δεν βρίσκεται πλέον στην πρώτη σελίδα της επικαιρότητας.
Με τα δεδομένα αυτά, το «στοίχημα» γίνεται πολύ υψηλό. Επίσης θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι η Θεσσαλία είναι από τις πλέον ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες περιοχές, όπου οι νεότερες γενιές παραμένουν, ζουν και εργάζονται στον τόπο τους. Δυναμική που δεν θα πρέπει να αναστρέψει η λαίλαπα από τις τελευταίες πλημμύρες, δημιουργώντας νέα κύματα αστυφιλίας προς την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη. Ανάλογη δυναμική υπάρχει στον Έβρο ή τα Δωδεκάνησα, που θα πρέπει επίσης να υποστηριχθεί. Επί της ουσίας: Η κυβέρνηση πρέπει να βρει άμεσα, αν είναι δυνατόν, τον βηματισμό της, αλλά η «κατάσταση πολιορκίας» στην οποία πλέον βρίσκεται η Ελλάδα δεν επιτρέπει μικροπολιτική και επικοινωνιακή «σπέκουλα». Όταν έχεις πόλεμο, οι δυνάμεις ενός έθνους συσπειρώνονται, ευθυγραμμίζονται και κινούνται προς τα εμπρός…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ