Οι πρώτοι μήνες της διακυβέρνησης, μετά τις διπλές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου, δείχνουν ότι το σύστημα «rotation», που εφάρμοσε στη συγκρότηση της νέας κυβέρνησής του ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

Έχοντας δώσει σε μεγαλύτερη ευρύτητα την ευκαιρία συμμετοχής στην εκτελεστική εξουσία σε κοινοβουλευτικούς του κόμματός του, η αποτελεσματικότητα στη διακυβέρνηση δείχνει μειωμένη. Σε άλλες συγκυρίες, πιο άνετες από πλευράς διεθνών πιέσεων και έκτακτων συνθηκών, θα αποκτούσε επικαιρότητα μια πρόταση για μεγάλη πολιτειακή αλλαγή. Σαν αυτήν, για παράδειγμα, που προωθούσε πριν από χρόνια -ούτε τότε ήταν εύκολα χρόνια- ο πρώην επικεφαλής του κόμματος και πρώην πρωθυπουργός Α. Σαμαράς: την καθιέρωση ασυμβιβάστου μεταξύ βουλευτών και υπουργών. Στο μοντέλο μάλιστα που ακολουθεί ο κ. Μητσοτάκης, με διευρυμένο σε αρμοδιότητες και πρόσωπα πρωθυπουργικό γραφείο, το επονομαζόμενο «επιτελικό κράτος», ένας τέτοιος διαχωρισμός θα ήταν πολιτειακή και διακυβερνητική πρόκληση για το δημοκρατικό σύστημα μιας χώρας όπως η Ελλάδα, που η κομματοκρατία και η συστημική διαφθορά την έχουν «αποκαθηλώσει» και οδηγήσει ακόμη και σε δημοσιονομική κατάρρευση.

Στην παρούσα πλέον φάση και μετά το καλοκαίρι των πυρκαγιών και την αρχή του φθινοπώρου με τις πλημμύρες, πολλοί από τους κοινοβουλευτικούς δείχνουν ότι δεν είναι κατάλληλοι ή έτοιμοι και από πλευράς συμβούλων για τις αρμοδιότητες που έχουν αναλάβει. Ενδεχομένως κάποιοι κοινοβουλευτικοί, έπειτα από μια μακρά προεκλογική περίοδο όπου επικέντρωσαν το μέγιστο απόθεμα των δυνάμεών τους στην προσπάθεια επανεκλογής τους και φυσικά επικράτησης του πολιτικού σχηματισμού της Νέας Δημοκρατίας, χρειάζονται ένα ανάλογα μακρύ διάστημα να ξεκουραστούν και βέβαια ενεργούν πολιτικά, αλλά όχι με την ένταση και την ευρύτητα που χρειάζεται το κυβερνητικό έργο και το πλάνο διακυβέρνησης, που ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει καθορίσει. Έτσι βλέπουμε τον κ. Μητσοτάκη να σπεύδει «λυτρωτικά» κάθε φορά που υπάρχει κρίση. Τουτέστιν, ο ίδιος να πρέπει να εμπλακεί στη διαχείρισή της, όχι εποπτικά ως πρωθυπουργός, αλλά και ως υπουργός και ως γενικός διευθυντής του υπουργείου και ως επικεφαλής των Σωμάτων Ασφαλείας ή άλλων κρατικών μηχανισμών, για να δημιουργηθούν συνθήκες αποτελεσματικότητας και παραγωγικού έργου. Αποτέλεσμα, ο πρωθυπουργός, που κινήθηκε ως κυριαρχική και καθοριστική πολιτική παρουσία στην προεκλογική περίοδο -τότε είχε λογική-, να συνεχίζει και σήμερα μετεκλογικά να κινείται σε αυτούς τους ρυθμούς και τον «αγώνα δρόμου» έναντι των απειλών για τη χώρα και των χρονιζουσών αγκυλώσεων του κράτους.

Αυτό εξάλλου που δημιουργεί απορία είναι ότι οι κοινοβουλευτικοί που ανέλαβαν τομείς του κυβερνητικού έργου, ως υπουργοί, παρέλαβαν πλήρη φάκελο με προτεραιότητες, χρονοδιαγράμματα, αναγκαιότητες στον τομέα ευθύνης τους. Είναι τα περίφημα «μπλε ντοσιέ», που είχε επιμεληθεί το «επιτελικό κράτος» και τους διανεμήθηκαν στο πρώτο κυβερνητικό συμβούλιο μετά την ορκωμοσία τους. Άρα γιατί δεν μπορούν να αποδώσουν στο έργο που ανέλαβαν; Μπορεί να είναι «κουρασμένοι» πολιτικά, σωματικά ή ψυχικά. Ίσως όμως και να αντιλαμβάνονται τον υπουργικό θώκο ως «έπαθλο» για τον αριθμό σταυρών προτίμησης που συγκέντρωσαν στις εκλογές ή και κάποιοι ως «πρελούδιο» για μελλοντική υποψηφιότητά τους για την ηγεσία του κόμματος και την πρωθυπουργία μετά την εποχή Μητσοτάκη. Όμως αυτά καθόλου δεν ενδιαφέρουν τον μέσο πολίτη, παρά μόνον τους «κομματικούς φίλους» τους. Και προπάντων η παλαιοκομματική αυτή νοοτροπία καθόλου δεν συνάδει με τη στρατηγική του πρωθυπουργού ως προς τους κυβερνητικούς στόχους που έχει θέσει με ορίζοντα το 2027. Θα πρέπει να λογίζεται ως κρίσιμο: Στην περίπτωση που το «rotation» δεν πετυχαίνει, ο πρωθυπουργός έχει -εκ των συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί- στενά περιθώρια να ακολουθήσει μια άλλη «συνταγή» στη συγκρότηση ενός άλλου κυβερνητικού σχήματος…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ