Μπορεί η αιφνιδιαστική… απόβαση του Στ. Κασσελάκη στο ελληνικό πολιτικό προσκήνιο να άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού στην εσωκομματική διαδικασία για τη διαδοχή του Αλ. Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε τίποτα δεν επηρεάζει αυτό τελικά την πραγματικότητα, τα «στοιχήματα» και τις συνθήκες διακυβέρνησης της χώρας.

Αυτό το γνωρίζει καλύτερα από όλους ο πρωθυπουργός, που καλείται να αντιμετωπίσει σε πρώτο χρόνο τις εμφανείς και χρόνιες δυσλειτουργίες των μηχανισμών του κράτους: Την -μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας- περαιτέρω ενίσχυση της οικονομίας ή την προσέλκυση επενδύσεων και τα κοινωνικά «μέτωπα» με τους «ισχνούς» βασικούς μισθούς και τις συντάξεις των Ελλήνων σε σχέση με τους μέσους ευρωπαϊκούς, κληρονομία της δεκαετίας των μνημονίων και της δημοσιονομικής προσαρμογής. Το γεγονός ότι στον ΣΥΡΙΖΑ η υποψηφιότητα του Στ. Κασσελάκη αναβάθμισε την παρουσία του κόμματος στα ανοιχτά μίντια και τα κοινωνικά δίκτυα και ενίσχυσε τη συμμετοχή των μελών στους εκλογικούς συνδυασμούς και την εν γένει διαδικασία, σε σχέση με τα προβλεπτά πριν από αυτήν, όταν μοναδικό φαβορί ήταν η Έφη Αχτσιόγλου και η επικαιρότητα πολύ λίγο ασχολούνταν με τα συμπαρομαρτούντα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν επηρεάζει τελικά την πορεία της χώρας με ορίζοντα το 2027.

Πρώτον, γιατί βρισκόμαστε στην αρχή ακόμη μιας κυβερνητικής περιόδου. Είχαμε εθνικές εκλογές πριν από ελάχιστους μήνες και ο πρωθυπουργός διατηρεί τέτοια κυβερνητική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ώστε να μην υπάρχει ουδεμία ανησυχία ή βάσιμο σενάριο για αποσταθεροποίηση και κυβερνητική αστάθεια. Δεύτερον, οι εντάσεις, οι ανατροπές, οι συσχετισμοί και οι δυναμικές που θα αναπτυχθούν στην Κεντροαριστερά και την Αριστερά θα απαιτήσουν χρόνο -μεγάλο χρόνο- έως ότου δημιουργηθούν νέα σταθερά δεδομένα και πολύ περισσότερο να σχηματοποιηθεί δομικά, πολιτικά και οργανωτικά ένα ισχυρός σχηματισμός για παράδειγμα ένα πατριωτικό δημοκρατικό κόμμα-παράταξη, που θα είναι σε θέση να διεκδικήσει με όρους σοβαρούς τη διακυβέρνηση.

Οι εντάσεις και οι αναδιαρθρώσεις δεν αφορούν σημειωτέον μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, που υπό την «αναιμική» ηγεσία του Ν. Ανδρουλάκη και την παλαιομοδίτικη κομματική «υπεροψία» βρίσκεται ήδη σε θέση αμηχανίας, στην καλύτερη περίπτωση, μπροστά στις αιφνιδιαστικές εξελίξεις στην εν γένει Κεντροαριστερά. Τρίτον, οι περιφερειακές εκλογές, στις οποίες πολύ υπολογίζει η Χαριλάου Τρικούπη ως «διαβατήριο» ενός ισχυρού come back προς την εμπέδωση της αντίληψης ότι το ΠΑΣΟΚ έχει δυναμική αξιωματικής αντιπολίτευσης έναντι του καταρρέοντος ΣΥΡΙΖΑ, ακυρώνονται εκ των πραγμάτων ως «ενδιάμεσος σταθμός». Ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα φάση, αντικειμενικά, μόνον τυπικά και συμβολικά θα συμμετέχει σε αυτές. Οι ευρωεκλογές, που είναι το επόμενο ενδιάμεσο και τελευταίο «crash test», μοιάζουν -υπό τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν χθες- πολύ μακρινές και πολύ απροσδιόριστες ως προς τις παραμέτρους τους. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι ο αριστερός πόλος του ελληνικού διπολισμού, όπως ακτινογραφείται, κατ’ αρχάς θα έχει βασικό κόμμα τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ και όχι την επιθετική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ επί του ΣΥΡΙΖΑ.

Καταληκτικά, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δεν έχει λόγους να ανησυχεί πολιτικά και στρατηγικά για όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ούτε και για την ανύπαρκτη, ούτως ή άλλως, δυναμική του ΠΑΣΟΚ. Ζήτησε από τους πολίτες ψήφο εμπιστοσύνης για τη διακυβέρνηση μέχρι και το καλοκαίρι του 2027. Του την έδωσαν και μάλιστα με ασφαλή πλειοψηφία. Μέχρι τότε έχει την αρμοδιότητα και την ευθύνη έναντι της πατρίδας και της προοπτικής της χώρας να κάνει ό,τι καλύτερο είναι δυνατόν για να παραδώσει μια Ελλάδα πιο ισχυρή, πιο συγκροτημένη και πιο έτοιμη για την επόμενη παγκόσμια εποχή που έρχεται. Και αυτό είτε διεκδικήσει τρίτη θητεία στη διακυβέρνηση, μέχρι το 2031, είτε όχι…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 25/9