Ο κύκλος των μνημονίων κλείνει και πολιτικά για την Ελλάδα μετά την αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μπορεί ο κ. Τσίπρας να είχε παραιτηθεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αρκετό καιρό πριν, αλλά η εκλογή Κασσελάκη ήταν κάτι διόλου διακριτό τότε. Όλα συνέβησαν εκ των υστέρων. Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για μια άλλη πολιτική πραγματικότητα για τη χώρα. Ακόμη και αν υπήρχαν «ανοιχτοί λογαριασμοί» μεταξύ των δύο κομμάτων διακυβέρνησης από όσα εξελίχθηκαν από το 2015 και μετά, η ολιστική αλλαγή συνθηκών στην Κεντροαριστερά δημιουργεί νέους κανόνες σε πολιτειακό επίπεδο πλέον. Που σημαίνει τι; Αν θέλουμε να αλλάξουμε δομικά τη χώρα, εξέλιξη που με πείσμα και συνέπεια επιδιώκουν οι πολίτες στην πλειονότητά τους, ασχέτως ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης, θα πρέπει, πέραν της κομματικής αλλά και της στρατηγικής προγραμματικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κομμάτων διακυβέρνησης, να υπάρχει και κάποιο επίπεδο εθνικής συνεννόησης στα δύσκολα και τα διαχρονικά. Ποια είναι αυτά; Εκτός της ατζέντας της εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής της χώρας, όπου πολλά χρόνια τώρα, έστω και προσχηματικά, υπάρχουν συγκλίσεις ή τουλάχιστον πολιτισμένοι και κομψοί τρόποι αντιπαράθεσης, υπάρχει σειρά ζητημάτων που θα πρέπει να βρουν «κοινούς τόπους». Να συμφωνηθούν δηλαδή κάποιοι αυτονόητοι διαχρονικά άξονες και να αντιμετωπισθούν σημαντικές χρόνιες υστερήσεις. Στη λειτουργία του κράτους για παράδειγμα. Στη θεσμική αυτοτέλεια και την αξιοκρατία στη δημόσια διοίκηση επίσης. Στην καλύτερη προετοιμασία και την αναβάθμιση των μηχανισμών πολιτικής προστασίας. Στα ζητήματα λειτουργίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας, της Παιδείας, των πανεπιστημίων, στον πολιτισμό, στις επενδύσεις. Το σημαντικότατο: στην ολοσχερή και αποτελεσματική αντιμετώπιση της δομικής διαφθοράς και του κομματισμού στο κράτος.

Η μεταπολίτευση, αυτή που κηρύχθηκε το 1974 και εξελίχθηκε στην πιο μακρά και την πιο σταθερή δημοκρατική περίοδο στην ιστορία της χώρας, θα πρέπει να αποκτήσει ποιότητα και «βάθος». Θα πρέπει να τη διακρίνει ανώτερος πολιτικός πολιτισμός. Από πού ξεκινάει αυτό; Από μια διαφορετική αντιμετώπιση της κυβέρνησης από την αντιπολίτευση και το αντίστροφο. Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά για το συμφέρον της χώρας και των Ελλήνων, θα πρέπει η πολιτική ηγεσία της κυβέρνησης, της εκάστοτε κυβέρνησης, και αυτή της αντιπολίτευσης, της εκάστοτε αντιπολίτευσης, να μαζεύονται τακτικά, σε επίσημο και πιο ανεπίσημο επίπεδο, σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο και να συζητούν. Να ανταλλάσσουν απόψεις και προτάσεις διαχείρισης κρίσεων αλλά και στρατηγικών για τη χώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα συμφωνούν σε όλες τις περιπτώσεις ή ότι θα συμπίπτουν οι επιλογές τους. Αλλά θα μπορούν να δημιουργούνται συνθέσεις και αντιθέσεις «μέσα στο κουτί». Θα πάψει αυτή η γελοιότητα να αναλαμβάνει το ένα κόμμα τη διακυβέρνηση με την εκάστοτε διαμορφωμένη στην κοινωνία πλειοψηφική γνώμη και το άλλο να κηρύσσει τον «πόλεμο» μέχρι να βρεθεί αυτό με πλειοψηφική γνώμη των πολιτών στη διακυβέρνηση.

Ο δημοκρατικός κύκλος της εναλλαγής των κομμάτων στη διακυβέρνηση θα πάψει να είναι για την Ελλάδα και τους Έλληνες μια εμφυλιοπολεμικού τύπου αντιπαράθεση. Στην παρούσα φάση, με τον δημοκρατικό, φιλελεύθερο και κοσμοπολίτη πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη από τη μία και τον προερχόμενο από την ομογένεια της Αμερικής, πλουραλιστικό και κοινωνικά άμεσο και καλών προθέσεων κ. Κασσελάκη στην ηγεσία της αντιπολίτευσης από την άλλη, δίδεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια νέα αφετηρία. Εν αρχή από τη συνάντησή τους μέσα στις επόμενες ημέρες. Και στη συνέχεια στη βάση του μηνύματος που έστειλε από την πρώτη ενημέρωση των δημοσιογράφων, μετά την αλλαγή ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Μαρινάκης: «Η αντιπαράθεσή μας με τον κύριο Κασσελάκη θα είναι πολιτική…».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 26/9