Κύριο «asset» της διακυβέρνησης Μητσοτάκη και προσωπικά του πρωθυπουργού, σε εκλογικές και μη εκλογικές περιόδους, είναι ότι εγγυώνται την κανονικότητα σε μια πορεία ανάκαμψης για την εθνική οικονομία αλλά και την ευημερία των πολιτών. Ουσιαστικά, ο λόγος για λειτουργικότητα, συγκρότηση, σταθερότητα, συνέχεια στις επιλογές, τις αποφάσεις, τις πολιτικές και τα μέτρα, τη συνολική στρατηγική που ακολουθείται στη βάση τετραετιών. Οι Έλληνες κατά πλειοψηφία, αλλά και ως ολότητα τελικά, είναι συντονισμένοι σε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον πρωθυπουργό τους. Δεν σημαίνει ότι όλοι τον έχουν υπερψηφίσει. Σέβονται, όμως, στη βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος το ότι αυτός λαμβάνει τις συλλογικές αποφάσεις σε συνθήκες κρίσης αλλά και συνθήκες μεγαλύτερης διεθνούς και εθνικής σταθερότητας, που οδηγούν τη χώρα, άρα και την κανονικότητα, σε πιο «φωτεινές» διαδρομές. Η πειθαρχία αυτή που είναι πρώτα ατομική και οικογενειακή και στη συνέχεια κοινωνική και πολιτική-πολιτειακή γίνεται φανερή από τις αντιδράσεις που υπάρχουν και που σε όλες τις εκφάνσεις, είτε στις απεργίες είτε στις διαδηλώσεις είτε στα κοινωνικά δίκτυα, δεν υπερβαίνουν τα όρια ώστε να οδηγήσουν σε διαταραχή αυτή την κανονικότητα.

Η κατάσταση των πραγμάτων αυτή δεν είναι καθόλου αόριστη ή ασαφής. Ορίζεται στη βάση επίσημων δημόσιων ανακοινώσεων και ενημέρωσης του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης προς τους πολίτες, στη βάση συγκεκριμένων στόχων, χρονοδιαγραμμάτων και ενδιάμεσων σταδίων. Ύστερα έρχεται φυσικά και η με επίσημο τρόπο και έγκριτα στοιχεία ώρα του απολογισμού. Τι πετύχαμε, σε τι είμαστε πίσω. Όχι κομματικά και μικροπολιτικά. Αλλά εθνικά και διακυβερνητικά. Είναι φανερό ότι οι Έλληνες έχουν κάνει μια κοινή, πέραν από τις ειδικές αντιθέσεις τους, επιλογή. Να παρακολουθήσουν μια κανονικότητα που ευελπιστούν ότι δεν θα επιτρέψει την επιστροφή σε εποχές αδόκιμων κρατικών δαπανών και μνημονιακού εγκλωβισμού. Υπάρχουν συγκεκριμένα στάδια σε αυτή την πορεία. Στάδια που προδιαγράφει, ορίζει και υπηρετεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός ως πρόεδρος της κυβέρνησης, έχων φυσικά μαζί και τη συνολική ευθύνη της λειτουργίας και της έμπρακτης επιτυχίας των κυβερνητικών πολιτικών. Για παράδειγμα, ο κ. Μητσοτάκης έθεσε ως προτεραιότητα στην εθνική στρατηγική της χώρας την ενίσχυση της διπλωματικής και στρατιωτικής της δεινότητας. Δεσμεύθηκε σχετικά ότι οι δαπάνες για εξοπλισμούς, στρατιωτικούς και άλλους, απαραίτητους απέναντι στην επιθετική Τουρκία, δεν θα επηρέαζαν την πορεία εξυπηρέτησης του χρέους της χώρας αλλά και της ανάκαμψης της οικονομίας μέσω επενδύσεων, αρχικά ξένων και στη συνέχεια εγχώριων.

Όλα αυτά την προηγούμενη περιπετειώδη εν πολλοίς τετραετία -εξαιτίας διεθνών και περιφερειακών κρίσεων με άμεσο αντίκτυπο στις εθνικές πραγματικότητες εξυπηρετήθηκαν στον μέγιστο βαθμό. Η αρχή της νέας τετραετίας θα ξεκινούσε στη βάση της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, της αύξησης των μισθών και των συντάξεων στον δημόσιο τομέα, με την επιστροφή επίσης των τριετιών στον ιδιωτικό, την περαιτέρω μείωση των φόρων, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής ως μοντέλο επιπλέον κοινωνικής εξισορρόπησης εισοδημάτων και αύξησης των εσόδων του κράτους. Όλα κινούνται σε αυτή την προοπτική. Η έννοια της ευημερίας δεν εναπόκειται σε κάποιο «θαύμα» της στιγμής ή της συγκυρίας. Γιατί ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν υπεσχέθη ούτε άφησε περιθώρια να υπάρξουν τέτοιου τύπου συλλογικές αυταπάτες. Όλα κινούνται στη βάση της λογικής, της πρόβλεψης και των αντανακλαστικών, που είναι απαραίτητα για την ανάσχεση των διαδοχικών κρίσεων που προκύπτουν και θα προκύπτουν παγκοσμίως και τα επόμενα χρόνια. Το προσχέδιο του Προϋπολογισμού που κατετέθη στη βάση του συνήθους ρεαλισμού της διακυβέρνησης Μητσοτάκη αποτελεί ένα προστιθέμενο επιχείρημα στην κανονικότητα μέσα στην οποία οι πολίτες έχουν συνηθίσει να κινούνται, όχι γιατί όλα πάνε καλά, αλλά γιατί διατηρούν την πεποίθηση ότι ως Ελλάδα θα περάσουμε... απέναντι.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 3/10