Οι Έλληνες ποτέ δεν ήταν πολυπληθείς. Έναν αιώνα μάλιστα μετά την απόκτηση του νέου εθνικού κράτους τους και έναν αιώνα πριν από σήμερα, στα τότε σύνορα οι Ελλαδίτες μετρούσαν πληθυσμό περίπου στα 2.000.000. Μετά το 1922 και ως αποτέλεσμα των σφαγών και των διωγμών χριστιανών από τους Τούρκους, με τα τεράστια προσφυγικά κύματα ομοεθνών από την Ιωνία και τον Πόντο, δεν ξεπερνούσαν τα 10.000.000. Με το πέρασμα των δεκαετιών και παρότι τα τελευταία 70 χρόνια δεν έχουμε συμμετοχή σε πολέμους, μόλις ξεπέρασαν κατά τι τα 10.000.000. Παρά ταύτα το σύστημα διοίκησης και διακυβέρνησης της χώρας, άσχετα με πολιτικά κόμματα και συγκυρίες διεθνείς και εθνικές, ποτέ δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει και να διαχειρισθεί την προοπτική αυτού του ολιγοπληθούς εθνικά συνεκτικού πληθυσμού ως τέτοιου. Ενός αριστοκρατικού έθνους δηλαδή, «ιδιοκτήτη» μιας πατρίδας, παγκόσμιας κληρονομιάς της ανθρωπότητας και ειδικά της Δύσης από πλευράς πολιτισμού και παράδοσης αξιών, και όχι ως αυτοκρατορική ή «ανατολική» πληθυσμιακά ογκώδη εθνότητα ή «μωσαϊκό» φυλών και θρησκειών.

Στη λάθος βάση αυτή επιχείρησε η διοίκηση από την εποχή της αντιβασιλείας του Όθωνα ακόμη, ισχυρίζονται πολλοί εμμένοντας σε αυτή την αφετηρία, να «αντιγράψει» μοντέλα συγκρότησης, οργάνωσης και συνοχής εξ Εσπερίας ή ευρασιατικά που δεν ανταποκρίνονταν στον όγκο αλλά και στις ειδικές συνθήκες, χωροταξικά και ιστορικά -ακόμη και στην παραγωγή πλούτου - με την «οντότητα» Ελλάδα. Το ιστορικά «χαμένο στοίχημα» για την Ελλάδα σύμφωνα με πολλούς σχετίζεται με τη φτώχεια και τη συμμετοχή σε πολέμους. Η φτώχεια οδήγησε τις πρώτες δεκαετίες μεταπολεμικά σε μετανάστευση στο εξωτερικό των νεαρότερων και πιο παραγωγικών ηλικιών και γενιών και σε αστυφιλία και αστικοποίηση από την περιφέρεια προς την Αθήνα και τα άλλα κεντρικά αστικά κέντρα, που σήμερα πλέον πάσχουν από ασφυξία και παραγωγική δυσλειτουργία της συντριπτικής πλειοψηφίας όσων παρέμειναν στην εθνική εδαφική επικράτεια. Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και οι εκσυγχρονισμοί που επιχειρήθηκαν από τη δεκαετία του 1980, με την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ή οι άλλοι που είχαν αφετηρία το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μία δεκαετία μετά, παρά τον πακτωλό των δισεκατομμυρίων ευρώ για την αναδιάρθρωση της χώρας στηρίχθηκαν στο ίδιο μοντέλο, ενώ έκαναν λάθος παραδοχές όπως η μεταφορά της παραγωγικής δραστηριότητας από τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση (στον δευτερογενή) στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, που τελικά μάλιστα δεν εξελίχθηκαν. Σήμερα πλέον παρακολουθούμε, γίνεται εν γένει δυστοπικός σχολιασμός, τα δημογραφικά στοιχεία για παράδειγμα του 2022, που για πρώτη φορά οι θάνατοι είναι σχεδόν διπλάσιοι από τις γεννήσεις, ενώ ο γενικός πληθυσμός βαίνει διαρκώς μειούμενος για δεκαετίες. Το σύνηθες σχόλιο είναι ότι θα χαθούμε εθνολογικά και πληθυσμιακά ως Ελλαδίτες Έλληνες.

Ας κρατήσουμε δύο στοιχεία ως βάση συζήτησης. Η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση ξεκίνησε από τις παροικίες των Ελλήνων. Το νέο ελληνικό κράτος δεν ανήκει μόνο στους Ελλαδίτες αλλά στους Έλληνες. Αν οι γεννημένοι όπου Γης Έλληνες «πολιτογραφηθούν» ως κάτοικοι εξωτερικού της Ελλάδας, σε δημογραφικό, πολιτικό, πολιτιστικό και μορφωτικό επίπεδο η εικόνα της χώρας θα αλλάξει. Ταυτόχρονα παρατηρείται ότι πολλοί ξένης υπηκοότητας πολίτες, ως νέοι φιλέλληνες, πολιτογραφούνται, διαβιούν και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Δεν συμπεριλαμβάνονται μάλιστα σε αυτούς οι παράτυποι και οι οικονομικοί μετανάστες. Τα μοντέλα που αξίζει να παρακολουθούμε, γιατί έχουν αναλογίες, είναι αυτά του Μόντε Κάρλο, του Λουξεμβούργου και ανατολικά του Ισραήλ. Ακόμη και αν όλα δείχνουν ότι εξελισσόμαστε, εθελούσια αλλά και ιστορικά, σε ένα «προάστιο» των ΗΠΑ, τα πάγια προβλήματα αυτοκαθορισμού είναι υπαρξιακό ζήτημα να λυθούν…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4/10