Υπάρχει μία διατύπωση που ακούγεται συχνά στις άτυπες συζητήσεις που έχουν κεντρικά στελέχη του κυβερνητικού επιτελείου με δημοσιογράφους σε σχέση με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται. «Να προχωρήσουμε τώρα τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις, που είμαστε στην αρχή της τετραετίας και έχουμε πολιτικό κεφάλαιο».

Η προσέγγιση αυτή δεν αποτελεί νεωτερισμό. Αντίθετα την ακούμε και την ακούγαμε συχνά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η ιδιαιτερότητα του παρόντος, που δημιουργεί μια κάποια έκπληξη σε σχέση με αυτή τη λογική, είναι ότι αν «ιχνηλατήσουμε» τα επικείμενα προγραμματισμένα νομοθετήματα, δεν παρατηρούμε να περιέχονται σε αυτά «δύσκολες μεταρρυθμίσεις». Τουλάχιστον για τον μέσο πολίτη, τον νοικοκυραίο, τον επαγγελματία, τον αγρότη ή τον επιχειρηματία. Τον έντιμο, συγκροτημένο, σοβαρό άνθρωπο, ασχέτως ηλικιακής ομάδας, που προσβλέπει σε ένα καλύτερο κράτος, πιο φιλικό προς τον πολίτη, με λιγότερη διαφθορά, σπατάλη και αναποτελεσματικότητα.
Δεν υπάρχουν πουθενά στον ορίζοντα περικοπές μισθών, συντάξεων, νέα βαρύτερη φορολογία, ούτε καν αναγκαστική απαλλοτρίωση της κρατικής περιουσίας και των υπηρεσιών υπέρ ξένων ομίλων ή εγχώριων ιδιωτικών συμφερόντων. Τα νομοσχέδια που έρχονται αφορούν την κεντρική και περιφερειακή διοίκηση, τα δικαστήρια και την απονομή της δικαιοσύνης, τα χρηματοδοτικά εργαλεία, την Παιδεία και τα πανεπιστημιακά πτυχία, την Υγεία και τα νοσοκομεία, τις αποδοχές από τη μισθωτή εργασία, σε κανένα πεδίο δεν δικαιολογούν τον ορισμό των «δύσκολων μεταρρυθμίσεων».

Ούτε των απρόβλεπτων σε σχέση με τα όσα έχει ανακοινώσει ή δεσμευθεί ο πρωθυπουργός στη στρατηγική, προγραμματική συμφωνία του με τους πολίτες. Αντίθετα είναι εμφανές ότι κάποιες από αυτές μπορεί να χαρακτηρισθούν ως «δυσάρεστες» για κάποιους συγκεκριμένους κύκλους προσώπων και συμφερόντων. Για παράδειγμα τους κομματικούς «νταραβερτζήδες». Ή για τον εσμό των επαγγελματιών συνδικαλιστών. Για τα οργανωμένα κυκλώματα των παράτυπων επαγγελματιών. Για το ρουσφέτι, όπου φυσικά εμπλέκονται οι πολιτικοί και οι κομματάρχες, καθιερώνοντας την κομματοκρατία. Είναι οι εξαιρέσεις, τα «παράθυρα» στους νόμους, οι χαριστικές διατάξεις στην εφαρμογή των νόμων και, το πλέον σύνηθες όλων, οι διεργασίες για την «αδράνεια» των μεταρρυθμιστικών νόμων που κινδυνεύουν. Για να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα.

Ποιος είπε ότι τα κυκλώματα δικηγόρων και δικαστών και κάποιοι «ισχυροί πελάτες» τους εξυπηρετούνται από τη νέα νομοθεσία που έρχεται για τη γρήγορη έκδοση των αποφάσεων; Για τον περιορισμό του επιτρεπόμενου ορίου αναβολών σε μια δίκη, για το πιο αυστηρό πλαίσιο εκτέλεσης των ποινών, για την αποσυμφόρηση των προσφυγών στο Ελεγκτικό Συνέδριο - εξέλιξη που σημειωτέον συνδέεται άμεσα με την πρόσκτηση ξένων επενδύσεων και την εγχώρια επιχειρηματικότητα; Ποιος είπε ότι αρέσει για παράδειγμα στις τράπεζες, που τώρα έχουν το μονοπώλιο, να επιτρέπεται δανεισμός ιδιωτών και επιχειρήσεων από funds, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα βοηθήσει τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς των «κόκκινων» δανείων ή την απορρόφηση κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ;
Φυσικά και δεν αρέσει σε συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα κρατικά πανεπιστήμια να έχουν συνεργασία με 40 και πλέον διεθνή πανεπιστήμια υψηλότατου επίπεδου από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Φυσικά και είναι «δύσκολη μεταρρύθμιση» η αξιοκρατία και η αξιολόγηση στο Δημόσιο και η αναβάθμιση των προσόντων και των προαπαιτούμενων στη διοίκηση των οργανισμών του. Εν ολίγοις, η κυβέρνηση θα πρέπει να έχει μεγαλύτερη πολιτική και θεσμική αυτοπεποίθηση για τις νομοθεσίες που φέρνει. Οι πολίτες αυτό επιζητούν από τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη και αυτός από την πλευρά του έχει με αποφασιστικότητα «δεσμευθεί» σχετικά. Αν ενοχλούνται οι «αρουραίοι» του συστήματος, τελικά δεν παίζει και ρόλο… Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή